Λογοτεχνικά

24 Ιανουαρίου 2016
 « Το Γκάρμπο »      Το τραγούδι των Πινιατόρων


Κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, σαν μελωδία και ήταν το τραγούδι των Πινιατόρων, δηλαδή των ανθρώπων της πιάτσας (Πίνια: Κεντρικό σημείο της Κέρκυρας, στην διασταύρωση Νικηφόρου Θεοτόκη και Φιλαρμονικής, όπου ακόμα κρέμεται η μεταλλική κουκουνάρα. Ονομάστηκε έτσι, από την Ενετική λέξη Pigna που σημαίνει κουκουνάρα ).
Το ποίημα αυτό φέρεται να γράφτηκε γύρω στα 1950 από τον Απόστολο Ρουβά.

Στοῦ Κάρδελαδες διάβαινα νὰ πάω στὴ Γαρίτσα
Καὶ μιὰ κοπέλλα ἀπάντησα μὲ μιὰ φιοράδα τρίτσα.
Στὸ μοῦτρο στη εἶχε πόρβερη καὶ ἕνα σωρὸ σπερλέτο
Τριζάτο σοντοκώντολο καὶ βίμολο σκερτσέτο.
Ἀρεντεύω πῶ παναπεῖ στὸ λεπτό καὶ τὴν πιάνω κοντά στοῦ Πηγότα
Καὶ τσῆ λέω «Ἔλα μιὰ» καὶ μοῦ λέει «Ἄμα τζὰ» στὰ πρῶτα ποὺ τσῆ κάμα μότα
Στὸ ρεμόντο τση αὐτὴ μοῦ 'χε πεῖ παναπεῖ ἀρδιράδα καψερὴ
Ποὺ Τάντα τσῆ εἶχε πατέλο κι' ἦταν ἀπὸ τὸ Καμπιέλο.

Καθὼς ἐπασαγιάριζα τὴ βλέπω μετζογιόρνο
μπρὸς τὴν ἀντιβουνιώτισσα σὲ ἕνα στενὸ κοντόρνο
«
δὲ λὲ ποὺ ἐμ' ἑβρῆκες» μὲ πιάκαν οἱ διαόλοι
Κι' αὐτή μ' ἀγριοκοίταξε μὲ μάτια σὰ μπομπόλοι.
Ἀρεντεύει λοιπὸν καὶ περνάει τὸ Λιστόν καὶ τὴν πιάνω μπρὸς τοῦ Κονταρίδη
Βροντολάρισα ἐγὼ καὶ τσῆ λέω ἕνα σωρὸ ριτσαγιάρισε τότσο καὶ κείνη
Παμέ στὴν ἀγκωνὴ μὰ πάνω πολὺ καὶ μιλοῦμε παναπεῖ
Καὶ μοῦ ὁρκίζεται ἀγάπη στὸν Ἅγιο καὶ γὼ κάνω κουράγιο.

Νὰ κι' ἀριβάρει ὁ τάτα τση μπροστά μας σὰν τὸ Χάρο
Μὲ μία γιακέτα βρώμικη καὶ μάκες στὸ ταμπάρο.
Φουντῶσαν τὰ μουστάκια του τὰ γκρίζα του μουστάκια
Σὰ δύο ἀγριοφρόκαλα, σὰ πόντες ἀπ ἀστάκια.
Τρώω σιλικουθτιὲς στὸ κεφάλι πολλὲς καὶ μ' ἀσκώνονται τρεῖς κουκουμίδες
Κι' αὐτὴ μοῦ ' λεγε τζὰ κι' ἀματζὰ, καὶ μὲ μάτια μοῦ ἔδιν' ἐλπίδες.
Καὶ σὲ λίγο γαμπρὸς καὶ αὐτὸς πεθερὸς, τὶ νὰ κάμ' ὁ καψερὸς,
Τὸ θυμᾶμαι καὶ μὲ πιάνουν φουμάδες, βούκινο τσῆ σπιανάδες.

Γιὰ προίκα ἡ μάμα τσή 'δωκε βαντάκα μὲ τσεργούλια,
Το μαζενὶ, τὸ μπρουστουλὶ καὶ πήλινα τσαγκούλια,
Κι' ὁ τάτας μετὰ θάνατο μού γράφει τὸ μπατέλο
Και δέχτηκα νὰ μείνουμε μαζύ του στὸ Καμπιέλο.
Καὶ τἠν ἔπαθα τζὰ παναπεῖ μιὰ χαρὰ, σ' ἕνα σπίτι μὲ δίχως κουντοῦτο
Καὶ στὴν τάβλα μαζὺ καὶ πουλέντα γραμμὴ, δίχως λάδι καὶ δίχως ντιστροῦτο.
Καμμιὰ νόσπολα 'δῶ, καμμιὰ τζίντζολα 'κεῖ, δύο μπουρντούνια στὸ χαρτὶ,
καὶ πληρώνω ἀκριβὰ αὐτὸ τὸ γάρμπο μὰ τὶ ἄλλο μοῦ μένει νὰ κάμω..

*γάρμπο=φλερτ ή καμάκι
visit blog
  :  http://goodmusipresszita.blogspot.com/
 


 =====================================

10 Ιανουαρίου 2016


Ιερά Μονή Μυρτιδίων Κυθήρων :  Βιώματα της παιδικής ηλικίας

                                                                του καθηγητή Νίκου Πετρόχειλου

            Η απλή ζωή ενός μικρού παιδιού σε ένα χωριό με πολύ λίγους κατοίκους πριν από μια εξηκονταετία θα φαινόταν σε όποιον έβλεπε σήμερα τα πράγματα από απόσταση, μέσα από τα δεδομένα της συνηθισμένης αστικής ζωής ενός μεγάλου κέντρου, χωρίς ο ίδιος να έχει καμιά γνώση αλλά και με περιορισμένη τη διαίσθηση του τι σημαίνει ένα τέτοιο είδος παιδικού βιώματος, σαν εμπειρία με περιορισμένο ενδιαφέρον, ενδεχομένως καταθλιπτική και οπωσδήποτε περιοριστική της πνευματικής και ψυχικής ανάπτυξης μιας εξελισσόμενης ύπαρξης, με αναγκαστικά κλειστούς ορίζοντες, αποφασιστικά καθοριστικούς για το μέλλον ενός παιδιού.
            Η πραγματικότητα βέβαια είναι τελείως διαφορετική. Επιτρέψτε μου εδώ να σας θυμίσω το καχεκτικό εκείνο άλογο από τους Πεζούς Ρυθμούς του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που διηγόταν σε όλα τα άλλα άλογα τα περίφημα ταξίδια που έκανε σε τόπους μακρινούς και ονειρεμένους και, όταν κάποιο του παρατήρησε ότι όλη του τη ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο από το να γυρίζει γύρω από το μαγγανοπήγαδο υπακούοντας στις εντολές ενός σκληρού αφέντη, εκείνο αποκρίθηκε, σαν να ήταν έτοιμο από καιρό για μια τέτοια απάντηση, ότι, όσο κι αν του στέρησε η ζωή την ελευθερία, ο Θεός ποτέ δεν του αρνήθηκε τη φαντασία.
            Πίσω από τα πέτρινα σπίτια, τις αυλές και τους κήπους του χωριού μου πριν από εξήντα τόσα χρόνια, και μέσα από τις αλάνες όπου τρέχαμε ανέμελα και ξέφρενα, εμείς, τα χωριατόπαιδα εκείνης της εποχής, καλπάζαμε με τη φαντασία μας σε τόπους μακρινούς και απλησίαστους, αφήνοντας τα οράματά μας να απλώνονται ανεμπόδιστα στους κόσμους της μυθικής, αλλά και της εθνικής και της θρησκευτικής μας σχολικής παιδείας. ΄Ο,τι μάς έλεγε ο δάσκαλος και ό,τι γλαφυρά μάς περιέγραφε γινόταν στη φαντασία μας «μπάρκο τρικούβερτο», όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στα Λόγια της Πλώρης, και γέμιζε με πλούτο αφάνταστο τον πεινασμένο νου και τη διψασμένη μας ψυχή. Χωρίς ακόμη να έχουμε επισκεφθεί το ιερό μοναστήρι για πρώτη φορά, καθώς οι διαδρομές μέσα στο νησί εκείνη την εποχή, με τα αργοκίνητα μέσα που διαθέταμε, έμοιαζαν υπερατλαντικά ταξίδια του σήμερα, τα βλέπαμε όμως τα Μυρτίδια στα όνειρά μας και ακούγαμε τους ήχους από τις φωνές των παγωνιών και το κελάηδημα των πουλιών, οσφραινόμαστε τη μυρωδιά των πολύχρωμων λουλουδιών, ακούγαμε μαγεμένοι το πέταγμα των εντόμων και των πουλιών, και γευόμαστε τη μυστική θεία ηδονή που θα νιώθαμε αργότερα να απλώνεται σ’ όλο μας το είναι, καθώς θα περνούσαμε δειλά τη μεγάλη πόρτα  της αυλής για να περπατήσουμε αργά και με βαθιά κατάνυξη στους χώρους του ιερού μοναστηριού.
            Τόσο τα ζούσα όλα αυτά, τόσο τα ένιωθα στα κατάβαθα της ψυχής μου, ώστε όταν η συγχωρεμένη η μητέρα μου με έβαλε να καβαλικέψω στο γαϊδουράκι, το μόνο μεταφορικό μέσο που είχαμε στη διάθεσή μας, και μαζί ξεκινήσαμε πρώτη φορά για τον μεγάλο δρόμο που οδηγούσε στα Μυρτίδια, μέσα μου νόμιζα πως όλα αυτά τα είχα ξαναζήσει και μόνο ένα δεν μπορούσα να εξηγήσω στα οχτώ μου χρόνια, εκείνο το απέραντο σκίρτημα που ένιωθα να με κρατά σ’ όλη τη διαδρομή, ώσπου φτάσαμε στη στροφή και τα είδαμε κάτω να απλώνονται ήρεμα και νωχελικά, σ’ όλη την ιεροπρέπεια του ονείρου, λουσμένα μέσα στο πρωινό φως της ημέρας, πανέμορφα όπως τα ήξερα από καιρό, όπως τα είχα ήδη ζήσει μέσα στα φυλλοκάρδια μου, όπως τα είχα με δέος αναλύσει στο νου μου και τα είχα αφήσει να ξεδιπλωθούν ανεμπόδιστα στο όργιο της φαντασίας μιας παιδικής ψυχής. Το θαυμαστό δεν ήταν ότι τα έβλεπα επιτέλους εκείνη τη στιγμή, αλλά ότι μου ήταν ήδη από καιρό γνωστά και αγαπημένα, ιερά και γεμάτα μεγαλείο, τα Μυρτίδια του νου και της ψυχής μου, η Παναγία των ονείρων μου, η Κυρία των λογισμών μου, το παρήγορο φως της λύπης μου, η ανακούφιση της απογοήτευσής μου, ό,τι είχα και δεν είχα, ό,τι είχα ελπίσει για εμένα και τα αγαπημένα μου πρόσωπα και ό,τι μπορούσα ποτέ να ελπίζω.
            Ξεπεζέψαμε και προχωρήσαμε αργά προς τη μεγάλη πόρτα της αυλής, το χέρι μου σφιχτά κρατημένο μέσα στην παλάμη της μητέρας μου, ένιωθα πως έτρεμα λίγο, κρύωνα και θα ‘λεγες πως είχα πυρετό, τον πυρετό της προσδοκίας και της ευλάβειας, της αναμονής και του ιερού δέους, όλα όσα άκουγα χρόνια τώρα από το δάσκαλο και τη μητέρα μου θα πίστευες πως συμπυκνώνονταν μέσα στα λίγα εκείνα βήματα στον ιερό χώρο, εκστατικός μπροστά στη θέα του πανύψηλου, επιβλητικού καμπαναριού, μέχρι την πόρτα του μεγάλου ναού του θεόρατου εκείνου προσκυνήματος που την όψη του έτρεφε η φαντασία μου και επώαζαν οι βραδινές προσευχές μου. Γονάτισα μπροστά στην εικόνα της, με σκυμμένο το κεφάλι μου, σαν να μην τολμούσα να σηκώσω τα βλέμματα επάνω της, σηκώθηκα με κόπο και προσκύνησα σε έκσταση. ΄Ενιωσα το δάκρυ να βρέχει τα παιδικά μου μάγουλα, δάκρυ καυτό, χαράς μαζί και αγωνίας και αναμονής και προσδοκίας και ελπίδας. Γύρω μου ο επιβλητικός ναός, με τον πλούτο των εικόνων, τους πολυελαίους, τις εκατοντάδες τα κεριά, τα αφιερώματα, έκφραση της πίστης χιλιάδων ανθρώπων, και από τις θέσεις των ψαλτάδων θεία η φωνή του αλησμόνητου εκείνου Παναγιώτη Κασιμάτη, του Μπομπού, όπως όλοι μας τον ξέραμε και τον φωνάζαμε, αγαπημένου μαθητή της μάνας μου, που συνόψιζε τις προσευχές των πιστών αναπέμποντας τις δεήσεις τους σε ύψη ουράνια και ανοίγοντας τις καρδιές τους σε μια υπερκόσμια επικοινωνία.
            Από την ημέρα εκείνη εκατοντάδες φορές στη μετέπειτα ζωή μου επισκέφθηκα το ιερό προσκύνημα και προσευχήθηκα με ευλάβεια μπροστά στην εικόνα Εκείνης, της παρηγοριάς και σκέπης των πιστών. ΄Όμως, πώς να το πω; Το πρωτόγνωρο εκείνο συναίσθημα της πρώτης συνάντησης, της πρώτης επαφής, του πρώτου προσκυνήματος στον ιερό χώρο, του πρώτου σκιρτήματος «ενώπιος ενωπίω», ποτέ δεν το ένιωσα με τον ίδιο τρόπο, ποτέ δεν αισθάνθηκα το δάκρυ μου πιο καυτό και την ψυχή μου πιο ελεύθερη να πλανηθεί στους κόσμους της αγάπης και της συγγνώμης, του δέους και της ελπίδας, της ευλάβειας και της προσευχής χιλιάδων πιστών μπροστά στην εικόνα Της. Βίωμα μοναδικό στην ψυχή ενός παιδιού, στιγμές θείες και ανεπανάληπτες, διαύγεια νου και ψυχής, εικόνα του παρόντος και του μέλλοντος, πρωτόγνωρο σκίρτημα και αιώνια θαλπωρή η πρώτη μου επίσκεψη στην ιερά Μονή Μυρτιδίων.  



=================================================== 
 28 Φεβρουαρίου, 2014
Από τη συλλογή  : " Ένας Τζίτζικας Τσιρίζει "  
                                   του Διονύση Σταματελάτου

 

Μια πεντάμορφη περπέρω
πέφτει δίπλα σ’ ένα γέρο
Κυρίες μου και κύριοι, σας δίνω μιαν εικόνα,
όπως την είδα ζωντανά.  Κάποια μικρή κοκόνα, 
πλησίασε αγέρωχα το γέρο ασπρομάλλη 
και του ‘πε με χαμόγελο, μ’ αρέσουν οι μεγάλοι !
Με δυό της λέξεις μοναχά η πονηρή μικρούλα 
μπόμπα θαρρείς πως έσκασε στου γέρου την κουτρούλα.
Στ΄ αυτιά του δεν επίστεψε, με λόγια μπερδεμένα
την ερωτά,  «κορίτσι μου, μιλήσατε σ’ εμένα;»
Δεν είμαι κόρη, απαντά,  είμαι κυρά μοντέρνα, 
τα ήθη του παλιού καιρού τα γράφουμε στη φτέρνα.
Ο σύζυγός μου ραντεβού βγήκε με κάποιαν άλλη
κ’ εμένα, όπως βλέπετε μ’ αρέσουν οι μεγάλοι.
Ο γέρος με το βήχα του της έκοψε τη φόρα,
προτού προφτάσει η σουρλουλού να βγάλει κι’ άλλη φόρα.
Τα ξεπεσμένα ήθη μας κοιτά με καταφρόνια
κι’ ο νους γυρίζει νοσταλγός στα περασμένα χρόνια.
Που νύχτες ετραγούδησε με την καρδιά στα χείλια,
για να φανεί η σκορδόπιστη ξωπίσω από τη γρίλια.
Και την εκαληνύχτιζε με μάτια δακρυσμένα.
Κοιμήσου, αγαπημένη μου, κι’ εγώ αγρυπνάω για σένα.
Η μάνα του συμφώνησε γάμο με τη μαμά της
και ως τ’ αρραβωνιάσματα δεν πήρε φίλημά της.
Μετά τα στεφανώματα πήρε φιλάκι πρώτο,
που μύριζε σα λούλουδο της παρθενιάς το χνώτο.
Δυό κόσμοι συναντήθηκαν, ο ένας περασμένος,
παίρνοντας κι’ έθιμα μαζί κι’ ο άλλος ο μοντέρνος.
Γεννά στου γέρου το μυαλό, που ολοένα βήχει,
να κάμει ενέσεις Βορονώφ μήπως του ξανατύχει.
Ιούλιος 1950
Μια σπουδαία εκδρομή,
Μού ‘χει λιώσει το κορμί.
Μια εκδρομή στη Βάρκιζα βουλήθηκα να κάμω,
σαν ψωριασμένος γάϊδαρος να κυλιστώ στην άμμο.
Να πάρει το πλεμόνι μου  της θάλασσας ιώδιο
και, ξεκινώντας το πρωΐ, αρχίζει το Τριώδιο !
Τρείς ώρες επερίμενα μπρός την αφετηρία
κ’ εφτά φορές μου πάτησε τους κάλους μια Κυρία.
Και σεβαστοί παρήλικες ταξίδεψαν ολόρτοι,
γιατί η νεολαία μας τις θέσεις πιάνει πρώτη !
Στο δρόμο, κάποιου Κύριου, με φουσκωτό προκοίλι,
απ’ τα πολλά τραντάγματα κατέβηκεν η κοίλη,
παρατυχώντας μια μαμή, καθόλου δε διστάζει,
να διορθώσει το κακό  με σχετικό μασάζι !
Θε να της έλεγα κ’ εγώ πως κάτι εκεί με σφίγγει,
μα ξάφνου κρότος τρομερός μου κλείνει το λαρύγγι,
σε μιαν απότομη στροφή το λάστικο κλατάρει
και ναυαγούς μας άφησε, πριν φτάσουμε στη Βάρη !
Στο τέρμα, φτάσαμε πεζοί κι’ αντίς να κολυμπήσω,
εξαναμπήκα στην ουρά, για να γυρίσω πίσω,
τα ίδια πάλι βάσανα, χωρίς πολυλογία,
με τις σπρωξιές μ’ αλλάξανε Χριστό και Παναγία !
Μέσα σ’ αυτό το ξαφνικό επάλεψα γενναίως
και επιτέλους έφυγα τη νύχτα τελευταίος
και με τη δύναμη Θεού προτού να ξημερώσει,
στου Ξυλοθράφτη τα’ άγαλμα μας είχαν ξεφορτώσει !
Μπρός στ΄  Άγαλμα γονάτισα, σκυφτός, με παρακάλια
και του ‘πα : Χτύπα τους, μωρέ, απάνου στα κεφάλια
μ’ αυτό το ξύλο, που κρατείς, και μη λυπάσαι κόπους,
να σωφρονίσεις, σα Θεός, αυτούς τους παλιανθρώπους.
Κ’ ευχήθηκα στον Υπουργό, να βρεί την ευκαιρία,
να ταξιδέψει σαν κ’ εμάς με τα λεωφορεία,
να δεί και με τα μάτια του τι βάσανα περνάμε
και, αν σας πολυλόϊσα, συγχωρεμένος να ‘μαι !
Ιούλιος 1952
Θυμωμένος ο Φλεβάρης,
σαν ο μαύρος Καβαλάρης ! *
Και σεις, θαρρώ, το ξέρετε κ’ είναι βεβαιωμένο,
να μας φυλάξει ο Θεός, από σημειωμένο.
Γι’ αυτό κ’ εγώ φυλάγομαι, να μην τον αντικρύσω
κ’ αλλάζω την πορεία μου, να μην τον συναντήσω.
Νάτος, ο Κουτσο-Φλέβαρος, κρατώντας δεκανίκια,
μας έφερε το σάκκο του γιομάτο ρεζιλίκια.
Χιόνια, βροχές και θύελλες για να μας ξαπαγώσει,
ήρτε βαρτός, ο άτιμος, για να μας συναχώσει !
Έκαμε και τα θηλυκά να χάσουν τα νερά τους
τυλίγοντας τα κάλλη τους σφιχτά στα γουνερά τους
κι’ αντί να βλέπω καλλονές, θωρώ την κάθε κόρη
με μύτη κακοτράχαλη, από το ξεροβόρι !
Σ’ εκείνες τις μεσόκοπες, που βάρυναν οι χρόνοι,
έκαμε το μουσούδι τους ροζιάρικο κυδώνι. 
Και οι γριούλες μένουνε κλεισμένες στον οντά τους, 
να πάρουνε τριφασικό, από τον γέροντά τους !
Σου ψάλλω τον εξάψαλμο, σιχαμερέ Φλεβάρη, 
γκαβώθηκε το μάτι μου, να δω γυμνό ποδάρι,
ή το λακκάκι των στηθιών, ή ό,τι άλλο τύχει
κι’ όχι, για το καπρίτσιο σου, κάθε Κυρά να βήχει.
Εγρίπιασες, μωρέ, κ’ εμέ, που βρίσκομαι στα ξένα.
Όμως εγώ τη γλίτωσα κ’ έκοψε μόνο σένα
κι’ αγκάλιασε το Μάρτη μας να φέρει τις λιακάδες
που αξίζει να του τραγουδώ και ρίμες και καντάδες.
Καλά σου τα ‘πε μια γριά, στη φούρκα της επάνω,
Φλεβάρη, στα τσακίσματα κι’ ακόμη παραπάνω.
Εγώ, μωρέ, θα σου τα ‘πώ, που ‘μαι γριά γυναίκα,
πιο κρύος εκατάντησες, εσύ απ’ την ΕΠΕΚΑ !
*Σάτιρα για την περιλάλητη  του Πλαστἠρα
Λιανοτράγουδα
( Αφιερωμένο στην Αλεξάνδρα Κουρούκλη )
Μελαχρινούλα, γελαστή, σεμνή, καλοσυνάτη
όμορφη σαν την Άνοιξη, η Αλεξάνδρα, νάτη.
Γεννήθηκα να τραγουδώ  τις ομορφιές του κόσμου,
γι’ αυτό σε πήρα θέμα μου να σ’ εξυμνήσω φώς μου.
Είναι κλουβί τα στήθη μου και συ πουλάκι είσαι
πάρ’ τα κλειδιά, κατοίκησε και πάλι ξανακλείσε.
Αν είχα στέμμα βασιλιά και τα λεφτά του Κροίσου,
Αλεξανδρούλα στα  ‘δινα  για ένα γλυκό φιλί σου.
Λάμπουνε τα ματάκια σου, σαν της αυγής τ’ αστέρι,
χαρά στο νιό, που θα βρεθεί για να σε κάνει ταίρι.
Αθήνα,  Απρίλης 1955
=======================================================================
9 Φεβρουαρίου 2014


Τί χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία;


Νομίζω πως δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ ένα από τα εξεταζόμενα θέματα σ’ ένα από τα τελευταία μαθήματα που έδωσα στο Πανεπιστήμιο. Το μάθημα λεγόταν «Θεωρία της Λογοτεχνίας», διδάσκων ήταν ο κ. Νάσος Βαγενάς και το θέμα είχε τίτλο το εξής αμείλικτο ερώτημα: Ποια είναι η χρησιμότητα της λογοτεχνικής εμπειρίας; Θυμάμαι τον πανικό στα μάτια όλων ημών, που είχαμε επί βδομάδες αναλωθεί στην κατανόηση των σημαντικότερων λογοτεχνικών θεωριών (από τον Ρωσικό Φορμαλισμό και τη Νέα Κριτική μέχρι την «Ποιητική» του Αριστοτέλη και από το μεταμοντερνισμό του Roland Barthes ως τις προδρομικές περί λογοτεχνικότητας αναφορές του Ομήρου): Πανικό, που οφειλόταν στη διαπίστωση ότι όσο κι αν είχαμε διαβάσει δεν μπορούσαμε να απαντήσουμε σ’ ένα τόσο φαινομενικά απλό ερώτημα.


Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία λοιπόν; Σε τί μας ωφελεί; Σήμερα, που όλοι μας έχουμε ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, γιατί προτιμάμε, αν προτιμάμε, να καθηλωνόμαστε πάνω από ένα λογοτεχνικό βιβλίο από το να απολαύσουμε, σ’ αυτόν το λιγοστό χρόνο, την πραγματική ζωή; Γιατί κλέβουμε από τη ζωή μας χρόνο (ίσως το πολυτιμότερο αγαθό πια) και τον ξοδεύουμε στη λογοτεχνία; Γράφοντας αυτό το κείμενο στην αυλή μου, κάτω απ’ τη σκιά ενός πυκνόφυλλου δέντρου, ανάμεσα σ’ ένα ανοιξιάτικο, καταπράσινο βουνό και μια εκπληκτική θάλασσα, σκεφτόμουν ότι πραγματικά δεν υπάρχει κανένας λόγος να απαρνηθώ όλη αυτή την ομορφιά και να βυθιστώ στις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Και αναρωτιόμουν μήπως τα μυθιστορήματα, τα ποιήματα, τα διηγήματα είναι μόνο γι΄ αυτούς που, όντας λιγότερο προνομιούχοι από μένα, ζουν σε σκοτεινά διαμερίσματα και στριμώχνονται σε άβολα γραφεία, μέσα στο νέφος, τα καυσαέρια και τα αγκομαχητά των κλιματιστικών. Μήπως η λογοτεχνία είναι μια πρώτης τάξεως παρηγοριά για σκληρά εργαζόμενους αστούς και για φυλακισμένους; Μήπως η λογοτεχνία είναι απλά μια απόδραση από τη σκληρή, καθημερινή πραγματικότητα του άγχους και των νευρώσεων; Μήπως η λογοτεχνία είναι, σε τελική ανάλυση, ένα φάρμακο, ή, για να το τραβήξουμε ακόμη παραπέρα, ένα υγιές υποκατάστατο κάποιου ναρκωτικού;
Συνήθως, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοια ερωτήματα, οι πρώτοι από τους οποίους περιμένουμε απάντηση είναι οι δάσκαλοί μας: Είμαι της γνώμης ότι οι δάσκαλοί μας συχνά μας απαντούν χωρίς να το ξέρουν σε πολλές περισσότερες ερωτήσεις απ’ όσες ποτέ τολμήσαμε να τους υποβάλλουμε. Ο ίδιος δάσκαλος λοιπόν που κάποτε με είχε ρωτήσει σε τί ωφελεί να διαβάζουμε λογοτεχνία, είχε φροντίσει λίγο καιρό πριν, χωρίς να το ξέρει, να μου δώσει και την απάντηση:
Ένα βαριεστημένο χειμωνιάτικο πρωινό του 1998-1999, κατά τη διάρκεια του μαθήματος «Ιστορία της Λογοτεχνίας», ο κ. Βαγενάς στα πλαίσια της παράδοσης μιας διάβαζε ένα ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού. Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το ποίημα, ομολογώ. Ξαφνικά, σταματάει να διαβάζει. Το βλέμμα μας σηκώνεται απότομα από το τετράδιο με τις σημειώσεις: Εμβρόντητοι τον βλέπουμε να μας ζητάει συγγνώμη, να βγαίνει έξω, φανερά δακρυσμένος και μετά από λίγο να επιστρέφει και να συνεχίζει το μάθημα.
Στην αρχή όλοι νιώσαμε αμηχανία – ήταν ένα τσίμπημα στην αυτοσυγκέντρωσή μας ή την αδιαφορία μας για τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση. Αυτή η περίεργη φυγή δεν οφειλόταν σε μας – εκείνο το πρωί δεν είχαμε ακόμα καλά καλά ξυπνήσει και ήμασταν υπέρ το δέον ήσυχοι. «Τί ένιωσε αυτός ο άνθρωπος που δεν μπόρεσα να το νιώσω εγώ;» ήταν το αμέσως επακόλουθο ερώτημα. Ξεπερνώντας όλες αυτές τις εγωκεντρικές σκέψεις, τελικά ένιωσα πολύ χαρούμενος για το γεγονός ότι βρέθηκα μπροστά σε μια τέτοια σκηνή σε ανύποπτο χρόνο. Ασφαλώς όχι επειδή κατά βάθος είμαι χαιρέκακος άνθρωπος και μ’ αρέσει να βλέπω τους άλλους να κλαίνε, ούτε επειδή είμαι θιασώτης μιας μελοδραματικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Πάντως, ομολογουμένως πολύ μελοδραματικά, τελικά αποφάνθηκα ότι εκείνη την αναιτιολόγητη έξοδο του δασκάλου μου δεν θα την ξεχνούσα ποτέ. Για να δούμε...
Εκείνο το πρωί, στη μικρή και ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του 6ου ορόφου της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος εκείνη τη στιγμή βίωνε κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό που και ο ίδιος ακόμη είχε ετοιμαστεί για να κάνει: Είχε έρθει να διδάξει Ιστορία της Λογοτεχνίας για ένα τρίωρο. Ωστόσο αυτό που ένιωσε διαβάζοντάς μας εκείνο το ποίημα (απ’ όσο μπόρεσα να συμπεράνω) ήταν κάτι πολύ περισσότερο από την ευχαρίστηση μιας πετυχημένης διδασκαλίας – ή την ηθική ικανοποίηση που νιώθει ένας δάσκαλος τη στιγμή που γίνεται αγωγός παιδείας. Είχε νιώσει ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, που είχε προκύψει από την ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος: Ένα συναίσθημα που όλοι λίγο πολύ έχουμε νιώσει διαβάζοντας κάτι που μας άγγιξε περισσότερο, μας ταρακούνησε απ’ την ισορροπημένη μας μέρα, μας έκανε να δούμε ξαφνικά τον κόσμο με μια ματιά διαφορετική από τη συνηθισμένη.
Λέμε συχνά, και θέλουμε να το πιστεύουμε, ότι η λογοτεχνία διδάσκει. Ότι η λογοτεχνία είναι ένα εργαλείο παιδείας, ένα εργαλείο καλλιέργειας, ένας καλός αγωγός του πολιτισμού από άνθρωπο προς άνθρωπο. Κι αυτό ασφαλώς έχει μια δόση αλήθειας. Η λογοτεχνία είναι και μέσο παιδείας, είναι και επιστημονικό εργαλείο. Είναι αναντίρρητα ευτυχία να ασχολείται κανείς μαζί της ως αντικείμενο επιστημονικού κλάδου, ή, ακόμη καλύτερα, να την χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας για να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα απ’ ότι θα πετύχαινε χρησιμοποιώντας μια παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας. Όλες αυτές όμως είναι μονάχα οι «παράπλευρες ωφέλειες» της λογοτεχνίας για τον αναγνώστη.
Διαβάζοντας λογοτεχνικά βιβλία μπορεί και να μορφωθούμε. Μπορεί και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Τίποτα δεν αποκλείεται. Όμως δεν διαβάζουμε λογοτεχνία για να μορφωθούμε, ούτε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ο Διαφωτισμός θέλησε να αξιοποιήσει όλες τις τέχνες για έναν ιερό σκοπό: τη διάδοση της παιδείας σ’ έναν κόσμο που πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος, και η που η σχολική αγωγή ήταν προνόμιο λίγων και ευπόρων. Αυτό είχε σαν μοιραίο αποτέλεσμα πολλά από τα έργα εκείνης της εποχής να έχουν διδακτικό περιεχόμενο, ή συχνότατα να γράφονται με σκοπό να διδάξουν. Δεν μπορεί βέβαια κανείς να πει ότι η εποχή του Διαφωτισμού δεν έδωσε σπουδαία λογοτεχνικά έργα. Η σπουδαιότητα αυτών των έργων όμως, καθώς και η διάρκειά τους στους αιώνες, δεν είχαν τόσο να κάνουν με το διδακτικό τους χαρακτήρα όσο με τις λογοτεχνικές τους αρετές. Αν, μετά από διακόσια πενήντα περίπου χρόνια, διαβάζουμε με μεγαλύτερη ευχαρίστηση το έργο του Γκολντόνι και έχουμε σχεδόν ξεχάσει το δραματικό και λογοτεχνικό έργο του Βολταίρου, αυτό δεν οφείλεται στη μείζονα ή ελάσσονα σπουδαιότητα των ιδεών που πρέσβευαν και οι δυο συγγραφείς, αλλά σε μια «άλλη» δύναμη του έργου, πέρα από την ωφελιμότητα και τη διδακτικότητά τους. Άλλο είναι εκείνο το υλικό που κρατάει το έργο ζωντανό στο χρόνο. Άλλο είναι εκείνο που παρασέρνει τον υποψήφιο αναγνώστη κάθε εποχής στην περιπέτεια της ανάγνωσης λογοτεχνικών βιβλίων. Η λογοτεχνία πρέπει να είναι πρώτα λογοτεχνία, και έπειτα στράτευση ή διδαχή, για να μείνει στη μνήμη μας και στην καρδιά μας ως λογοτεχνία.
Η ανάγνωση της λογοτεχνίας λοιπόν δεν μας κάνει πλουσιότερους, δεν μας κάνει απαραιτήτως καλύτερους ανθρώπους ή πιο καλλιεργημένους, δεν μας προσφέρει απαραίτητα γνώσεις ή και εγκυκλοπαιδική μόρφωση (αντιθέτως μπορεί και να στρεβλώσει τις γνώσεις μας εκεί που κάθε συγγραφέας παίζει με μαεστρία ανάμεσα στην αλήθεια και τη μυθοπλασία), αφήστε Δε που πολλές φορές μας κάνει και να κλαίμε, όπως είδαμε προηγουμένως. Σε τί μας χρειάζεται λοιπόν;
Ας φανταστούμε τέσσερις ανθρώπους, που από τη στιγμή της γέννησής τους ήταν κλεισμένοι σε τέσσερα γειτονικά δωμάτια, χωρίς καμμιά επικοινωνία μεταξύ τους και χωρίς να έχουν δει ποτέ τον πραγματικό κόσμο. Ας θεωρήσουμε αυθαίρετα ότι και οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι ήξεραν ανάγνωση, και ότι στον καθένα απ’ αυτούς δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσει ένα και μοναδικό βιβλίο: Στον πρώτο, η «Ορέστεια» του Αισχύλου. Στον δεύτερο, το «Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Στον τρίτο, ο «Γλάρος» του Αντόν Τσέχοφ, και στον τέταρτο η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου. Μόλις τα διάβασαν καλά καλά οι τέσσερις άγνωστοι θα έπεφταν για ύπνο, και το επόμενο πρωί, κι ενώ ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά στο θόλο, θα τους ανακοινώναμε ότι ήρθε επιτέλους η στιγμή να βγουν στον αληθινό κόσμο. Τότε θα έβγαιναν από τα καμαράκια τους κι από τέσσερις σκοτεινούς διαδρόμους θα οδηγούνταν σε μια πόρτα – την ίδια και οι τέσσερις. Μόλις την άνοιγαν, θα βρίσκονταν μπροστά σ’ ένα μεγάλο, πυκνό δάσος. Κι εκεί θα τέλειωνε το απάνθρωπο πείραμα.
Τότε λοιπόν θα καταλάβαιναν, μετά το πρώτο παραξένισμα και μια κάποια γνωριμία μεταξύ τους, ότι καθένας από τους τέσσερις έβλεπε μπροστά του κάτι διαφορετικό, κι ας ήταν, με την κοινή λογική και τα διδάγματα της επιστήμης ακριβώς το ίδιο δάσος.
Ο πρώτος, θα άκουγε τα ουρλιαχτά από τους φόνους στο παλάτι των Ατρειδών, θ’ άκουγε στο θρόισμα των φύλλων την προσπάθεια του Ορέστη να ξεφύγει από τις Ερινύες, το φονικό δικαστήριο που στηνόταν σιγά σιγά, θα ένιωθε πάνω από τις φυλλωσιές τη βαριά σκιά των θεών και τα χέρια τους να κρατούν τα νήματα στο μεγάλο κουκλοθέατρο του κόσμου.
Ο δεύτερος θα έστηνε αυτί για να ακούσει τα τσιριχτά γέλια των ξωτικών, τα κρυφά ραντεβουδάκια των ερωτευμένων της καλοκαιριάτικης νύχτας, και θα καμάρωνε το πανηγύρι της φύσης μέσα στην οργιαστική βλάστηση, και εν τέλει θα έστρωνε το πουκάμισό του για να είναι όμορφος στους γάμους του Όμπερον και της Τιτάνια.
Ο τρίτος, αυτός που διάβασε το «Γλάρο» θα ‘νιωθε πως εκείνο το μεγάλο δάσος τον χωρίζει από τα όνειρά του, ότι κάπου εκεί πίσω στην άκρη του κρύβονται οι πιο μύχιοι πόθοι του και θα πρέπει είτε να τολμήσει να τρέξει για να το διασχίσει, έστω και ξυπόλητος, είτε ν΄ αρκεστεί στην αφόρητη πλήξη να περιμένει για πάντα πιστεύοντας ότι ακόμη δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να κυνηγήσει το όνειρό του.
Και ο τελευταίος, ο αναγνώστης της «Αμοργού», είμαι βέβαιος πως θ’ αποφάσιζε να διασχίσει το δάσος περπατώντας με τα χέρια, μυρίζοντας τους σκίνους και τις τσουκνίδες και τρώγοντας με λαχτάρα επικίνδυνα μανιτάρια.
Κι οι τέσσερις αυτοί νεοφώτιστοι του δάσους, όμως, παρ’ ότι έβλεπαν τέσσερα δάση εκεί που μια φωτογραφία θ’ αποτύπωνε μονάχα ένα, το προηγούμενο βράδυ, πριν κοιμηθούν, είχαν νιώσει μέσα τους κάτι απροσδιόριστο. Κάτι που δεν είχε απαραίτητα να κάνει με την προσδοκία μιας βόλτας στο δάσος (αφού δεν ήξεραν ότι αυτό θα τους συνέβαινε την επόμενη μέρα) αλλά έμοιαζε περισσότερο με μια περίεργη εσωτερική ταραχή, κάτι που έσπασε τη μονοτονία του αεροστεγούς και κλειστού κόσμου τους, κάτι που τους έκανε να σκέφτονται σαν τον Άμλετ:
«Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα, σε γη και σ’ ουρανό, Οράτιε, απ’ όσα με τη φαντασία σου μπορείς να ονειρευτείς» είχε πει στο φίλο του ο ήρωας του Σαίξπηρ.
Μια και μιλάμε για όνειρα, είναι βέβαιο πως εκείνο το μοιραίο βράδυ, οι τέσσερις φίλοι μας είδαν πολύ διαφορετικά όνειρα. Όνειρα που μπορεί και να ήταν φοβερά. Μπορεί και να τους έκαναν να πεταχτούν από τον ύπνο τους. Όταν ξύπνησαν το πρωί όμως, είδαν ακόμη και τη λάμπα δίπλα απ’ το κρεβάτι τους να αλλάζει όψη,. Κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη κι είδαν πράγματα που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ. Ακόμη και στις παλάμες τους είδαν γραμμές που ποτέ τους δεν είχαν αισθανθεί την ανάγκη να προσέξουν.
Κι όμως. Αν πριν από τον ύπνο τους διάβαζαν ένα εγχειρίδιο Δασοπονίας, το εν λόγω δάσος ίσως και να μην φαινόταν τόσο διαφορετικό στον καθένα απ’ αυτούς. Ίσως αυτό το τελευταίο να ήταν καλύτερο για όλους, μια και αφ’ ενός θα απέφευγαν τα άσχημα όνειρα, αφ’ ετέρου θα ήξεραν ποια μανιτάρια είναι δηλητηριώδη και πού φωλιάζουν τα φίδια. Θα είχαν να κάνουν μ’ ένα αισθητικό δάσος, περιποιημένο, με ταμπελίτσες στα λατινικά και πινακίδες προσανατολισμού – έναν Εθνικό Κήπο, ενώ τώρα, μπροστά τους έχουν ένα δάσος άγριο, όπου η έξοδος δεν φαίνεται πουθενά, όπου η μόνη επιλογή είναι η περιπλάνηση. Αυτό το τελευταίο είναι η λογοτεχνική εμπειρία.
Αν ρωτήσετε εμένα ποιο από τα δυο δάση προτιμώ, θα σας έλεγα ότι θα ήθελα το πρώτο, με περιποιημένα δέντρα και φυτά, έναν κηπουρό αυτόματο πότισμα και καρέκλες Ζαππείου. Αν ρωτούσατε ένα μικρό παιδί, ποιο νομίζατε ότι θα προτιμούσε;
Τα παιδιά είναι λιγότερο υποψιασμένα από μας τους μεγαλύτερους. Γελούν ευκολότερα και κλαίνε ευκολότερα. Φωνάζουν, πεισμώνουν, διεκδικούν, και αγαπούν τα παραμύθια και τα παιχνίδια όσο τίποτε άλλο. Τα παιδιά ονειρεύονται ότι πετούν, τα παιδιά ονειρεύονται γενικώς περισσότερο και θυμούνται τα όνειρά τους περισσότερο από εμάς.
Η λογοτεχνία είναι με τη σειρά της λιγότερο υποψιασμένη από την ορθολογική θεώρηση των πραγμάτων. Μας κάνει να γελάμε ευκολότερα και να κλαίμε ευκολότερα από ότι μια διδακτορική διατριβή, ή απ’ όσο συνηθίζουμε στην καθημερινή μας ζωή. Η λογοτεχνία μας κάνει να ονειρευόμαστε περισσότερο, να κοιτάμε το δάσος αντί για το δέντρο, να προτιμάμε το κρυφτό ανάμεσα στους θάμνους από την καρέκλα και το φραπέ σε μια σκιά.
Η λογοτεχνική εμπειρία είναι, λοιπόν, μια επιστροφή στην παιδική ηλικία, στον καιρό που το σύμπαν γύρω μας είναι ένα σύνολο, είναι ένα. Στον καιρό που μπορεί και να φοβόμαστε αδικαιολόγητα, να ονειρευόμαστε αδικαιολόγητα, να φερόμαστε αδικαιολόγητα. Ωστόσο, ο αναγνώστης δεν πραγματοποιεί αυτή την επιστροφή με τη μορφή της απόδρασης σ’ έναν άλλο κόσμο. Η λογοτεχνική εμπειρία δεν είναι παλιμπαιδισμός. Δεν είναι άρνηση του βάρους της καθημερινότητας και του άγχους, δεν είναι μια ιδιότυπη ασκητεία που μακιγιάρει το γκρίζο της ρουτίνας και το κάνει ροζ – μέχρι να τελειώσει κι αυτό το μυθιστόρημα. Η λογοτεχνική εμπειρία είναι μια κατά μέτωπο επίθεση στην καθημερινότητα – όχι η άρνησή της. Είναι μια άλλη ματιά στη ζωή, μια άλλη ματιά συχνά δακρυσμένη – ένα βλέμμα στο φως της ζωής που διηθίζεται από την καταλυτική δύναμη της συγκίνησης.
Η συγκίνηση είναι αυτό το πολύτιμο ελιξήριο που, όπως σε όλες τις τέχνες έτσι και στη λογοτεχνία πλημμυρίζει το είναι μας και αλλάζει τη ματιά μας πάνω στην πραγματικότητα. Η συγκίνηση είναι μια δύναμη που δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα – είναι ένα αίσθημα που παράγεται εν προκειμένω από τη λογοτεχνική, μη συμβατική χρήση της γλώσσας, όπως στις εικαστικές τέχνες προκαλείται από την αίσθηση της όρασης, ή στη μουσική από την αίσθηση της ακοής. Η λογοτεχνική συγκίνηση (στην ποίηση, την πεζογραφία ή σε οποιαδήποτε γραφή εκάστοτε θεωρούμε λογοτεχνία) είναι προϊόν μιας συγκινημένης γλώσσας. Μιας γλώσσας, που περιέχει τα στοιχεία της καθημερινής μας γλώσσας (ιδιαίτερα στη μοντέρνα λογοτεχνία, όπου το λεξιλόγιο δεν αφίσταται του καθημερινού). Ωστόσο, αυτή, η ίδια γλώσσα χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να φαντάζει σε μας μέσα στο κείμενό της διαφορετική, και να μας συγκινεί, κάνοντάς μας να βλέπουμε το λογοτεχνικό κείμενο σαν κάτι ξεχωριστό, σαν μια υπόσταση ξεχωριστή, σαν τα τέσσερα δάση που προηγουμένως αντίκρισαν οι τέσσερις φίλοι.
Είναι σίγουρο ότι όλοι έχουμε νιώσει κάποτε αυτή τη συγκίνηση και ξέρουμε τί είναι, αλλά αν μας ζητήσει κανείς να την περιγράψουμε, σίγουρα ο καθένας μας έχει κάτι διαφορετικό να πει, ωστόσο όλα μοιάζουν να έχουν την ίδια απόληξη. Η συγκίνηση μοιάζει με την αποκατάσταση της επαφής με μια χαμένη ευτυχία, με την εναργή ανάμνηση ενός χαμένου παραδείσου – μιας Εδέμ που ζήσαμε ή ονειρευτήκαμε να ζήσουμε και προσδοκούμε ακόμη. Η συγκίνηση είναι το κοινό στοιχείο που μας κάνει να απολαμβάνουμε τη λογοτεχνία, έστω κι αν ο καθένας μας διαβάζει με διαφορετικό τρόπο και προτιμά διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: είναι ένα ψήγμα μιας χαμένης ή προσδοκώμενης ευτυχίας, ένα λυτρωτικό συναίσθημα το οποίο δεν είναι πάντα ευχάριστο – αντίθετα, συχνότατα είναι οδυνηρό και φέρνει δάκρυα – ωστόσο μας θυμίζει την ανθρώπινή μας υπόσταση.
Ο ισραηλινός συγγραφέας Αμός Οζ σε μια πρόσφατη συνέντευξή του είπε ότι ο άνθρωπος είναι το πιο επικίνδυνο ον που υπάρχει πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, επειδή είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει, ότι η βιολογική του πορεία έχει ένα τέλος. Μολονότι αυτός ο αφορισμός σηκώνει πολλή συζήτηση, είναι αρκετά ασφαλές να πούμε ότι αυτή η αίσθηση του πεπερασμένου είναι ένας από τους γενεσιουργούς παράγοντες της συγκίνησης – ή της ανάγκης να βιώνουμε τη συγκίνηση. Είτε ως στιγμιαία αίσθηση μιας έστω απροσδιόριστης ευτυχίας, είτε ως ανάμνηση μιας χαμένης Εδέμ, η συγκίνηση προϋποθέτει τον στιγμιαίο χαρακτήρα της. Αυτή η αποκαλυπτική στιγμή δεν μπορεί να είναι μια αιώνια νιρβάνα – και άλλωστε αξίζει επειδή κρατάει για λίγο. Είναι μια συναρπαστική περιπέτεια, που διακυβεύει την ασφάλεια της συναισθηματικής μας ισορροπίας, χωρίς να μας υπόσχεται γέλιο ή χαρά ή απόλαυση: Η απόλαυση έγκειται στο ταξίδι, που είναι σύντομο και μας γυρίζει σε ασφαλές λιμάνι. Μόνο που το λιμάνι της επιστροφής δεν θα είναι ποτέ πια το ίδιο...
Είναι γνωστή σε όλους μας η παρομοίωση του κόσμου με μια μεγάλη θεατρική σκηνή. Ίσως και η ζωή μας να μοιάζει με θεατρική παράσταση, στην οποία το τέλος είναι πάντως γνωστό και δεδομένο. Οι θεατές αυτής της παράστασης ασφαλώς δεν έρχονται για να μάθουν ποιο είναι το τέλος, αλλά πώς ήταν το ταξίδι. Σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι, συχνά δύσκολο, συχνά με αναποδιές και πισωγυρίσματα, οι τέχνες και η λογοτεχνία φροντίζουν να μας παρασταίνουν μικρά ιντερμέδια. Μικρές παραστασούλες μέσα στο μεγάλο έργο, συχνά άσχετες με την υπόθεσή του, συχνά αναφερόμενες σε άλλες εποχές, ή και σε άλλους κόσμους:
« Ο άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων»
... λέει ο Νίκος Γκάτσος στην «Αμοργό» του. Αυτά τα ίχνη ερειπίων του λυκαυγούς, οι χιονοστιβάδες ουρανίων ερπετών, οι αδάμαντες χαρταετοί και τα βλέμματα των υακίνθων – τα μικρά ιντερμέδια ανάμεσα στα δάκρυα, τους αναστεναγμούς και τις οιμωγές, αυτοί οι μυριάδες μικρόκοσμοι των λογοτεχνικών έργων δεν είναι πέραν του κόσμου τούτου. Δεν κλέβουν από τον πεπερασμένο χρόνο μας. Τον ανοικοδομούν, μέσα από τη συγκίνηση, τον νοηματοδοτούν, χωρίς να μπορούν, μοιραία, να τον σταματήσουν.
Ο χρόνος της ανάγνωσης είναι ένας χρόνος εντός, εκτός και επί τα αυτά μέρη του κόσμου αυτού. Μοιάζει μ’ ένα διάλειμμα σε μια φορτωμένη σχολική μέρα, ή με μια σχολική εκδρομή. Οι εκδρομές και τα διαλείμματα ανήκουν στους μαθητές, που όντας μέσα στη σχολική κοινότητα γίνονται για λίγο άρχοντες του χρόνου τους. Με τον ίδιο τρόπο ο αναγνώστης γίνεται για λίγο άρχοντας της ανάγνωσης – και του χρόνου του. Ο αναγνώστης είναι ο σκηνοθέτης της παράστασης που λέγεται ανάγνωση στο μεγάλο θέατρο της ζωής. Ο αναγνώστης μετουσιώνει τη συγκινημένη γλώσσα της λογοτεχνίας σε εικόνες, χρησιμοποιώντας τα δικά του συναισθήματα, τη φαντασία του, τα δικά του βιώματα. Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σ’ ένα έργο που έχει γράψει κάποιος άλλος προσαρμόζοντας το κοστούμι του στα δικά του μέτρα. Δεν ταυτίζεται, υποδύεται, καθώς πρέπει να αναπλάσει τις εικόνες με δικό του υλικό, με δικές του εμπειρίες, με δικές του προσδοκίες.
Έτσι δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει γιατί τα μυθιστορήματα του Μάρκες από τη διακεκαυμένη Λατινική Αμερική ή τα θεατρικά έργα του Τσέχωφ από την παγωμένη ρώσικη στέπα συγκινούν εξίσου εμάς τους μεσογειακούς κατά την ανάγνωση. Μέσα σ’ αυτούς τους ήρωες και αυτές τις καταστάσεις, σε πολιτισμούς με συνιστώσες εκ διαμέτρου αντίθετες προς τις δικές μας, συναντούμε και βιώνουμε ως αναγνώστες κοινά και πανανθρώπινα συναισθήματα, αρχετυπικές αγωνίες και όνειρα που προξενούν και σε μας τη συγκίνηση, κι ας είμαστε χιλιάδες χρόνια ή χιλιάδες μίλια μακριά.
Τα λογοτεχνικά εκείνα έργα που κέρδισαν το στοίχημα της διαχρονικότητας ίσως να μην ήταν τεχνικά ή μορφικά αρτιότερα από άλλα που μεσουράνησαν για λίγο καιρό κι ύστερα χάθηκαν τόσο ξαφνικά όσο έλαμψαν. Ωστόσο, εκείνα, τα πρώτα, κατάφεραν να αντέξουν μέχρι σήμερα και να μας αγγίζουν γιατί μίλησαν για πράγματα που αφορούσαν, αφορούν και θα αφορούν όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Η συναρπαστική περιπέτεια της λογοτεχνικής εμπειρίας, για να είναι συναρπαστική, προϋποθέτει, εκεί, προς το τέλος του έργου, μια αναγνώριση: Μια αναγνώριση που μοιάζει μ’ αυτήν του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο στην Οδύσσεια – ωστόσο είναι μια αναγνώριση λίγο πιο εγωϊστική, ίσως λίγο πιο ανθρώπινη: Μια αναγνώριση του δικού μας ειδώλου στον καθρέφτη ενός λογοτεχνικού έργου.
Μπορεί να φαίνεται βέβαια εκ πρώτης όψεως έως και αστείο ότι θα αναγνωρίσουμε το Ριχάρδο τον Τρίτο, την Άτοσσα, την Ερμιόνη Γκρέιντζερ ή τη Μαρία Στιούαρτ, ή να ταυτίζουμε τις δυσκολίες μας και τη ζωή μας μ’ αυτές των αυλικών του Λουδοβίκου ΙΔ’ ή της πολιορκούμενης Πηνελόπης στην Ιθάκη ή των προσφύγων στην καταστροφή της Σμύρνης. Ωστόσο, τα αρχετυπικά αισθήματα της απώλειας, του έρωτα, της ισχύος, της επιβίωσης, της περιέργειας, υπάρχουν σε όλους μας.
Η αναγνώριση του εγώ μας μέσα από το εγώ των ηρώων, η βίωση της χαράς και του πόνου τους μέσα από τη δική μας χαρά και το δικό μας πόνο, η αναγνώριση του είναι μας στο είναι των καταστάσεων, η βίωση εκείνου του είναι μέσα από τα χαρακτηριστικά του δικού μας είναι, η μετατροπή του κειμένου σε βίωμα με τα υλικά της δικής μας φαντασίας, το καθρέφτισμα της δικής μας ψυχής σε ένα κάτοπτρο που μπορεί και να φαίνεται ολότελα ξένο, όλα αυτά είναι οι ασφαλέστεροι καταλύτες για μια κοσμική έκρηξη: την κινητοποίηση της συγκίνησης, μια αποκαλυπτική εμπειρία που τελικά περνά μέσα από την αυτογνωσία.
Αυτός ο χρόνος μέσα στον πραγματικό χρόνο, αυτή η ένθετη εκδρομή στο ταξίδι της ζωής, αυτός ο θαυμαστός καινούριος κόσμος που γεννιέται καθώς γυρίζουμε κουρασμένοι αλλά τραγουδώντας στο πούλμαν είναι ο δικός μας κόσμος που ξαφνικά αποκτά άλλη όψη, γιατί μέσα απ’ τη λογοτεχνία ίσως το μόνο που τελικά μαθαίνουμε είναι να βλέπουμε την κρυφή ομορφιά που βρίσκεται σ’ όλα εκείνα που υπάρχουν γύρω μας και εμείς θεωρούμε ασήμαντα και δεδομένα: Η λογοτεχνική συγκίνηση είναι ένα διαβατήριο για ν’ απολαύσει κανείς την ομορφιά, την αγάπη, τη ζωή, την ευτυχία.
Η λογοτεχνία δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί όμως να μας μυήσει στο πιο πολύτιμο μυστικό της ζωής: Στο ότι «είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό των ονείρων – κι ο ύπνος περιβάλλει τη μικρή ζωή μας», όπως έλεγε στην «Τρικυμία» του ο Σαίξπηρ: Στην αξία των ασήμαντων, ανεκτίμητων μικρών πραγμάτων, που η λογοτεχνία τα κάνει ορατά, απτά, ακουστά. Ακόμη και μέσα από το δράμα, τη σκληρότητα, το παράλογο, η συγκίνηση μπορεί να γεννηθεί και να χρωματίσει διαφορετικά το σύμπαν, ν’ αποκαλύψει χιλιάδες αλήθειες εκεί που πιστεύουμε ότι κρύβεται το απόλυτο τίποτα. Πώς; Ας θυμηθούμε τα λόγια του Ρίλκε:
«Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σε απέραντη μοναξιά [...] Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τ’ αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους [...] Αφήστε κάθε εντύπωση, κάθε σπόρο συναισθήματος, να ωριμάζει μέσα σας, στο σκοτάδι, στο χώρο του ανείπωτου, του υποσυνείδητου. Όπου Δε φτάνει η νόησή σας. Και, με βαθιά ταπεινοσύνη και υπομονή, προσμένετε την ώρα που θα γεννηθεί ένα καινούριο φεγγοβόλημα. Αυτό και μόνο θα πει «ζω την τέχνη».
Πριν σας καληνυχτίσω, πρέπει να ομολογήσω πως δεν θυμάμαι τί είχα απαντήσει σ’ εκείνες τις εξετάσεις για τη χρησιμότητα της λογοτεχνικής εμπειρίας, και να σας διαβεβαιώσω επίσης ότι ακόμη δεν είμαι βέβαιος για τη σωστή απάντηση.
 Πηγή  :  eliaswords.blogspot.gr


=======================================================================

6 Φεβρουαρίου, 2014

Κεφαλονιά … και πάλι
                        Γράφει η Άρτεμις Λουκάτου

Γύρισα στην Κεφαλονιά
την πρώτη Ιουνίου,
επιστροφή στα χώματα
εδάφους του πατρίου.

Απ΄ τας Αθήνας αφιχθείς,
δεκαοκτώ τα χρόνια
όπου εκεί κατοίκησα
μπήκα και σε σαλόνια!

Εδώ λοιπόν Κεφαλονιά!
πάντα με περιμένεις.
Είσαι για με το διαλεχτό
μέρος της οικουμένης!

Τα μάτια μου αντίκρισαν
και πάλι τα’ ακρογιάλια
με τα γαλάζια τα νερά
κι’ ορίζοντα για κυάλια.

Με των ποδιών τα βήματα
περπάτησα ένα βράδυ
στο όμορφο λιθόστρωτο
τ’ Αργοστολιού πετράδι.

Στις εκδηλώσεις του Κ.Α.Π.Η.
εδέσματα, τι γεύσεις!
Λειβαθινές ανέλαβαν
που έχουνε εμπνεύσεις.

Καντάδες όπως άλλοτε
των ώτων μας η τέρψη
Κάνουνε και τον γέροντα
να θέλει να χορέψει.

Κεφαλονιά σε χόρτασα
με όλες τις αισθήσεις
κι από τη ζάλη της χαράς
μου ήρθαν παραισθήσεις.

Μα πάνω απ’ όλα τ΄ αγαθά
ετούτο θα υμνήσω
πως γέμισαν οι πνεύμονες
αέρα ελατίσιο!

Δεκέμβριος 2005



10 Δεκεμβρίου, 2013

TIMHΣ  ΕΝΕΚΕΝ

Ένα μικρό αφιέρωμα στον παππού μου Διονύσιο Σταματελάτο , γέννημα (1899) θρέμμα της Κεφαλονιάς, που με τα εξαίσια ποιήματά του την υμνεί ως  τα στερνά της ζωής του (1969).
"Είτε το θέλω ,είτε όχι, θα γίνει λόγος μια μέρα γι' αυτά .

Η Λαογραφία δεν αφήνει τίποτε να πάει χαμένο" ...έδωσε ο ίδιος παρακαταθήκη όντας εν ζωή ο αγαπητός για την αγνότητα της ψυχής του Νιόνιος.

Ερχόμενος στην Αθήνα εργάστηκε στη νεοσύστατη Αγγλική εταιρεία  τραμ και λεωφορείων Power.


Δημοσίευσε σατιρικούς στίχους και ποιήματα με το ψευδώνυμο Τζίτζικας στην εφημερίδα <<Πυροφάνι>> αρχές δεκαετία του '50.

 Παραθέτω ενδεικτικά 3 από τα ποιήματα του:

Ξαναγράφω τώρα στίχους
απ' τους γκρεμισμένους τοίχους

Έκαμα στην Κεφαλονιά το φετινό ταξίδι,
μα δυστυχώς με πότισε, αντί ρομπόλα, ξύδι.
Κι αντί να ψάλλω λυγερά τραγούδια σαν αηδόνι,
με πήρε το παράπονο και σκούζω σα τον γκιόνη.

Σ΄ απέραντα χαλάσματα το μάτι μου πλανιέται,
σε μια παράγκα κατοικώ που διαρκώς κουνιέται.
Μουγκρίζει ο εγκέλαδος στα πόδια μου αποκάτου
κι’ ο ουρανός με απειλεί με τ’ αστραπόβροντά του.

Στην όψη τέτοιου χαλασμού και πλάσης πονεμένης,
αναμετρώ το ζηλευτό μέλλον της Οικουμένης,
που κάποτε θα τιναχθεί στους τέσσερους ανέμους,
ανοίγοντας τον τάφο της μ’ ατομικούς πολέμους.

Όλα της φύσης τα στοιχειά σε μια συνωμοσία
φέραν στα τρία μας νησιά Δευτέρα-Παρουσία,
χωρίς καμμιά εξαίρεση, χωρίς την θεία κρίση,
καλοί, κακοί και άγιοι γινήκαν όλοι ίσοι.

Θεέ μου, δεν ανάμενες με την υπομονή σου,
στέρνοντας τον Αρχάγγελο και τον Μονογεννή σου
να πάρουνε για την Εδέμ αυτούς που σε τιμάνε
και, στο αιώνιο το πύρ, αυτούς που βλαστημάνε;

Εδώ μας εκατάντησες Μπιγκίνι, Χιροσίμα,
την πιο φιλόθρησκη γριά επήρες πρώτο θύμα,
που ζούσε κάνοντας σταυρούς με προσευχές στα χείλη
και δίχως λάδι έτρωγε, ν΄ ανάβει το καντίλι.

                    ( αναφέρεται στον σεισμό του 1953 )

Ένα καντήλι
Ένα καντήλι ολονυκτίς μέσα στην κάμαρά σου 
σου φέγγει, αγαπημένη μου, να βλέπεις τα όνειρά σου !
Τι τυχερό που στάθηκε και πόσο το ζηλεύω !
Μα εγώ κρυφά κι αθόρυβα μια νύχτα θε ν' ανέβω
μέσα στην καμαρούλα σου να σβήσω το καντήλι
και να σου πω ένα μυστικό.   'Οχι στ' αυτί, στα χείλη.

                     ( απευθύνεται στην μούσα και σύντροφο της ζωής του Αρτανούλα )


Κοίτα, λαέ,το χάλι σου
και χτύπα το κεφάλι σου !

Καμιά ζωής μας αλλαγή ,δεν έχω δει ακόμα,
προγράμματος εφαρμογή από κανένα Κόμμα!

Όποιος δουλεύει σα σκυλί και ζεί με το μιστό του,
καθένας λίγο, ή πολύ, έχει το δέκατό του!

Κι’ ο άνεργος παραπατεί, δεν ξέρει τι να κάνει,
ψωμί στον ύπνο του κρατεί και ξυπνητός το χάνει!

Κι’ ενώ στηλώνεται να πεί – βοήθα Παναγία –
άλλος παθαίνει συγκοπή, απ’ την πολυφαγία!

                                            ( για  τα πολιτικά δρώμενα της εποχής.... )
                                                                                                                                                    
 Άρτεμις Λουκάτου, φιλόλογος
misart68@gmail.com

 

================================================================================

8 Ιουλίου 2013

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΠΟΥΛΕΤΙ

( Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Δυοβουνιώτη ¨Η ΚΟΡΕΣΠΟΝΤΕΝΤΣΑ ΤΟΥ ΞΑΔΡΕΦΙΟΝΕ¨  από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Υιών Παναγή Φωκά-Κοσμετάτου,  2003 ) 

Νικολάκη Δυοβουνιώτη
Οδός  ….
Αργοστόλι
                                                                                               Αθήνα, 4/3/95
Αγαπητά μου Ξέδρεφε,

Καλή γλυκειά σου μέρα.

Σ’ ευχαριστώ για το μπουλετί που μου ποστάρισες.  Στην αρχή σπαβεντάρισσα, αλλά διαβάζοντάς το, α μομέντο, ξαλλεγράρισα και ξέχασα τα ινκόμοδά μου.
Σου απανταίνω κι’ εγώ, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν θα βγάλεις τση γρατζαούνες μου!
Δυστυχώς  δεν έχω τη δύναμη ν’ αγοράσω μια μάκινα.  Δε πειράζει:  «Πόβερα μα νόμπιλε!»
Εφκειό που με βούρλισε, Ψυχή μου, ήτανε τα ασασίνια που τραβάς απ’ εφκειό το κακοθάνατο τη Τζόγια.  Ήπρεπε να την έχετε κι’ όλας σπιδίρει.  Αυτά τα θάρρητα δε μου αρέσουνε καθόλου.
Να μου πείς, για να έχετε τη Τζόγια, έτσι η ξαδρέφη η Ιζόρδη ξαπλάρει όλη μέρα στη πολτρόνα.
Εγώ τση δικής μου τση έδωκα τα σπάτσα και νετάρισα.  Όλο με κοντραστάριζε.  «Πήαινε», τση είπα. «Χριστιανή μου, όθε ήρτες.»  Τώρα έχω μια παραμπαστή, αλλά τρέχω διαρκώς συλίντρεχη και δε σώνω.  Αφήνω τα χέρια μου, που γινήκανε γρέντζα από τση δουλειές.
Τριγυρνάω διαρκώς μεσ’ το σπίτι με μια παληά ρόμπα ντι κάμαρα και μια σαρώστρα.
Μα ό,τι και να κάνεις, μάτια μου, τα σπίτια τση Αθήνας είναι όλα κοντραφώσες.
Αλλά και μ’ εφκειό το φαΐ ξεροτηγανίζομαι, δεν ξέρει κανείς τι άλλο να φάει.  Τη μάπα και το κάβολε τα βαρεθήκαμε.  Τα μωρόπουλα ακριβά.  Τα όσπρια κάκοψα.  Η αλιάδα κουραστική, άσε που μου ράισε και η καυκιά.  Η σοφιγαδούρα βαρειά.  Η πεσκαρία δεν άχει σπιουδαία πράγματα, και όλα τση μαύρης λύσσας!  Γι’ αυτό, αύριο, που είναι αποκρηά, θα κάμω μια μπουγάδα, να πιούμε το ζουμάκι να σταλωθούμε.  Βέβαια θα κάμω και μια ριζάδα, γιατί το καλεί η μέρα, αν όμως με καλορωτήσεις προτιμώ τα σιτζίρτσουλα.  Είμαι λιχούτσα, … το ξέρεις.
Τη Καθαρή Δευτέρα, αν βοηθήσει ο Άγιος και κάνει καλοκαιρία, θα πάμε για κούλουμα με μια φλαούνα, εληές, λίγο χαρβά και μια μπατανία στο χέρι.
Εσείς πως θα περάσετε τις Απόκρηες;  Θα ντυθείτε μάσκαρες;
Οι αρκοντοπούλες Νινέττα και Λυδία θα ντυθούνε;  Η δεσποσύνη Χαρούλα θα ντυθεί σεντζάλτρο.  Έχει ακόμα μπόκολα;
Η μόνη μου διασκέδαση, Ξάδρεφε, είναι αραιά και πού, να κοτσολάρομαι  και να πηαίνω μέχρι την πλατέα να κάνω μερικά πατήματα.  Μόνο που έχει κι’ αυτή τα μαύρα της χάλια.  Πλατέα Κολωνακίου σου λέει ο άλλος.  Είναι γεμάτη μακρυμάλληδες, και όλοι τσου με μπάρμπες.  Σκιάζεσαι να τσου τηράς!  Αφήνω που 24 ώρες το 24ωρο στέκεται εκεί η πολιτσία σα μπάστακας.
Βλέπεις βέβαια κι’ ανθρώπους σεσταρισμένους:  δεττόρους, αβοκάτους κ.λ.π., αλλά όλοι τσου είναι κουγιάμπαλα και παριστάνουνε τσου τζόβενους, και κάνουν όλο σκρεμίδια!  Μόνο που η παροιμία λέει:
«Τω γερόντω τα σκρεμίδια σα νερόβραστα κρεμμύδια!»
Με ρωτάς, Ψυχή μου, για το καθαριστήριο. Πορέψου καλλίτερα μονάχος σου, και μη τσου αφιδεύεσαι εφκειούς.
Σ’ ευχαριστώ, μάτια μου, και για τα λάχανα. Ήτανε πολύ ωραία.
Αν εμπόρειες να μου στείλεις και λιγο κοφτό να το κάμω σίβραση, δεν θα μου κακοπήαινε.
Καλά κάνεις, Ξάδρεφε, και πηαίνεις για λάχανα.  Εδώ το χώμα ξερό κι’ αδράπανο.
Πρόσεχε μόνο, Αφέντη μου, και να μην είσαι ξεμπουζάκωτος, να φοράς και τη γιακέττα σου, και να μη ξεχάνεις:  «Μάρτης, γδάρτης, παλουκοκάφτης».
Εγώ, αν δε μπεί ο Μάης, δεν αλαφρώνω ούτε βελέσι ούτε παρτό.  Και πάντα έχω κάτι α λα σπάλα.
Ερπίζω το γράμμα σου να μην είναι το τελευταίο αλούλτιμο, και να ματαγράψεις, γιατί εφκειό για μένα είναι ένα ριμφόρτσο.
Από τον Ξάδρεφό σου και άντρα μου πολλά φιλιά, καθώς και στην Ιζόρδη.
Ξέρω πως έχετε πολλές αμιτσίτσιες, ερπίζω όμως να κάμετε καμμιά βόρτα κατά δω, όποτα δυναθήτε.
Να ευχηθούμε, το λοιπό: «Καλές αντάμωσες».
Τα σεβάσματα μου στη σιόρα Μάρε τση Ιζόρδης.
Σας φιλώ, Ψυχή μου, και τσου δύο
Η ξαδρέφη σου

Ερβίρα

================================================================================

8 Μαρτίου 2013

Κ Α Τ Α Ρ Γ Η Σ Ι Σ      
                                                                         Γ. ΣΟΥΡΗΣ (1853 – 1919)

Επειδή καιρούς το Έθνος δυστυχίας διατρέχει,
επειδή ελπίς καμία δεν υπάρχει κατ' αυτάς,
επειδή και το Ταμείον εις δαπάνας δεν αντέχει
καταργούμεν τας πρεσβείας και αυτούς τους πρεσβευτάς.
Διατάσσομεν αμέσως εις Αθήνας να' λθουν όλοι,
και αφήνομεν μονάχα τον εν Κωνσταντινοπόλει.

Επειδή ο κόσμος όλος από φόρους εφορτώθη,
επειδή δεν τους σηκώνει και η ράχη των Ελλήνων,
επειδή και ο Τρικούπης κι η πατρίς εχαντακώθη
με τους φόρους των ελαίων, των τσιγάρων και των οίνων,
κι επειδή εφυγαδεύθη εκ της τσέπης μας το χρήμα,
καταργούμεν τους εμμέσους και αμέσους παραχρήμα.

Επειδή στας θέσεις όλας απαιτούνται και προσόντα,
καταργούμεν και τας θέσεις τας μικράς και ανωτέρας,
και προστάζομεν καθέναν βουλευτήν αποτυχόντα,
να εργάζεται δι' όλης της νυκτός και της ημέρας,
δίχως καν λεπτό να παίρνει ... καταργούμε δε προσέτι
και το δίκαιον ακόμη και το ... άδικον ρουσφέτι.


Καταργούμεν Εφορίας, καταργούμεν Τελωνεία
καταργούμεν και Νομάρχας, καταργούμεν κι αστυνόμους,
καταργούμεν προς τοις άλλοις κάθε μια συγκοινωνία,
καταργούμεν τους στενούς μας και πλατείς σιδηροδρόμους,
καταργούμεν βουλεβάρτα, καταργούμεν και πλατείας
καταργούμεν και τας τόσας περιττάς δενδροφυτείας.

Καταργούμεν και τους Δήμους, καταργούμεν κι Επαρχεία,
καταργούμεν τα μεγάλα και μικρά ουροδοχεία,
και δημόσια προς τούτοις καταστήματα του Κράτους,
καταργούμεν και καμπόσους, δημοσίους αποπάτους.
Καταργούμεν τους συμβούλους, καταργούμεν τους Πρυτάνεις,
καταργούμεν κάθε είδος και διάταγμα δαπάνης.

Καταργούμεν τας μεγάλας και μικράς διοργανώσεις,
καταργούμεν τους στρατούς μας, καταργούμεν και τους στόλους,
καταργούμεν τας εκτάκτους των παρασκευών πιστώσεις,
και τους Γάλλους τους στρατάρχας και τους ιδικούς μας όλους.
Καταργούμεν ατμοβάρεις, καταργούμεν ναυαρχίδας,
καταργούμεν τας Παράλους και τας ατμοτελωνίδας.

Καταργούμεν τας δυνάμεις της ξηράς και της θαλάσσης,
καταργούμεν τας εντόκους και ατόκους πληρωμάς,
καταργούμεν τα ταμεία της Ελλάδος μας συμπάσης,
καταργούμεν δε και όλας τας εδώ οικοδομάς,
κι επιτρέπομεν μονάχα εις το Κράτος ένα σπίτι,
το λαμπρόν φρενοκομείον του Ζωρζή Δρομοκαΐτη.
 
====================================================================

27 Φεβρουαρίου 2013

ΠΡΩΤΟ ΜΠΟΥΛΕΤΙ

( Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Δυοβουνιώτη ¨Η ΚΟΡΕΣΠΟΝΤΕΝΤΣΑ ΤΟΥ ΞΑΔΡΕΦΙΟΝΕ¨  από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Υιών Παναγή Φωκά-Κοσμετάτου,  2003 ) 

Σιόρα Ερβίρα Βλάχου
Οδός  ……..
Αθήνα
Αργοστόλι, 27/2/95

Αγαπητή μου Ξαδρέφη,

Σου στέρνω, Κυρά μου, εφκειό το μπουλετί, να μου πείς και συ τι να κάμω, γιατί κοντεύω να κουρλαθώ.  Άκου, το λοιπό, τι έγινε:

Ψες, μπονόρα-μπονόρα, πήα στο κάμπο να μάσω λάχανα, και σε δυο ώρες γέμισα δυό παληές ντεμέλες.  Όντας γύρισα στο σπίτι, ίπρεπε να παστρέψω και να πλύνω εφκειούς τσου μπελιάδες, γιατί η ψημμένη η Ιζόρδη δεν έχει καιρό (έχει το σπίτι, το πλύσιμο, το σίδερο, το φαΐ του μπαιδιόνε…) και εφκείνη η δούλα μας η Τζόγια δε νογάει. (Πάντα τση ήτανε λίγο σμπαρλάδα, αλλά τώρα εμπιτσιλήρησε με μίας!)

Το λοιπό, έβαλα τα λάχανα στο μαστέλλο, που το πόστιασα απά στο τρίτο σκαλοπάτι τση σκαλούλας (πλάι στο μετζάο με τα βουτσιά) και πήρα το σύκλο να βγάλω νερό από τη στέρνα που είναι κάτω από το βόρτο, γιατί εφκειό το κουγιάμπαλο η Τζόγια ούτε εφτήνη τη δουλειά μπορεί να κάμει.  Μόνο να τρώει τον αγκλέουρα και να με ξοδεύει ξέρει!  (Εχει γίνει, Ερβίρα μου, σα βαντάκα!)

Καθώς όμως τράβαγα το δεύτερο σύκλο με το νερό, κόβεται εκειός ο διάολος η σπαρτσίνα και πέφτει ο σύκλος μέσα στη στέρνα.  Επήε, μα τον Άγιο, κάτι να μό ΄ρτει.  Και, επειδή δεν έχουμε ραμπαούνι, επήα να πάρω ένα από τον Αναπολέο, το μπιττόρο, που μένει στο παραπάνω καντούνι, γιατί εφκειό το παραλέκατο η Τζόγια, που είναι σκέτη σεκατούρα, δε νογάει τίποτσι.  Σκέψου ότι προψές η ψημμένη η Ιζόρδη την έστειλε να πάρει μπιστιού μιαν απλάδενα από τον Αδά, ξέρεις το γιό τση Λιχούτσας, πό ΄χει το μαγαζί στο Λιθόστρωτο, για να βάλει τα τσιγαρίδια πό ΄χε ψήσει.  Όντας όμως γύριζε, έπιασε παρόλες με κάτι βρωμόκληρες που παίζανε το πίτσι, και τση έπεσε η απλάδενα απά στα γουλιά και έγινε μελίδια!  (Εφτήνη λέει ότι την έσκρωξε ένας τζώρτζινας!)

Φέρνω, το λοιπό, το ραμπαούνι και προσπαθώ να ψαρέψω το σύκλο.  Και κειο το χαντό, η Τζόγια, χαμογελούσε, που μού ‘ρτε να τηνε ξυλίσω.

«Φεύγεις εδεπάθενε βωρέ,» τση λέω, «να μη σου δώκω κανένα ξεμπάχαλο;  Πήαινε καλλίτερα βρωμοθήλυκο στο μαγερειό, ν’ ανάψεις τη φωτιά, και κάτσε εδεκεί να τη σιμπάς.»

Και εφτήνη εφτού έφυγε, και γω καθισμένος σε μια καθίκλα δελέγκου-δελέγκου έπλυνα τα λάχανα, πρώτα στο μαστέλλο, μετά σε μια λάτα, και τελικά στο σέκκιο.

Όντας κόντευα να τελέψω, ξανάρκεται, Κυρά μου, εφκειό το δεούτελο η Τζόγια, να με ρωτήσει που είναι η σκάτουλα με τα κιάκια.  Έγώ σκιάχτηκα, και καθώς γύρισα να τήνε γδώ έδωκα μια αμποδισιά στο μαστέλλο, και όλα τα βρωμόνερα ριπιστήκανε απά στο βρακί μου, που έγινε μες τη μάκα!  Και κειο το κουρλοθήλυκο έσκασε στα γέλια.  Εγώ δαιμονίστηκα και τση είπα:

«΄Αντε στο διάολο βωρέ ξόανο, μπριχού σε αρκινήσω στις σμπακιές και σε αφήσω στρόπια για όλη σου τη ζωή!»

Εφκείνη σπαβεντάρισε και αρκίνησε να κλαουνίζει, και να λέει ότι δε το ’καμε ξαπόστα.

Μετά στέγνωσα, Ψυχή μου, το βρακί μου, που έχει όμως μακιάρει και δεν ξέρω πώς να το παστρέψω. (Και είναι καινούργιο,… ούτε 5 χρόνια δε το ’χω!)

Λες, Κυρά μου, να το στείλω στο καθαριστήριο, ή μήπως μου το κάνουνε κακοθάνατο με τση πιλούλες και τση πούρμπερες που βάνουνε;  Και επιπλέο δίνεις και τα όβολά σου!  Μήπως είναι καλλίτερα να το πλύνω μόνος μου;  (Να βάλω και λίγη γλήνα;)

Χαιρετίσματα στο Ξάδρεφό μου,
       Περιμένω γράμμα σου
       Και σε φιλώ

Νίκος  

=======================================================================
16 Φεβρουαρίου 2013
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΤΑΛΑΡΑ ΤΑ ΛΕΝΕ ΤΑΛΑΡΑ
 Από το βιβλίο :  ΠΟΙΗΜΑΤΑ ( ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΑ )
Του  Ανδρέα   Λασκαράτου,   
Εκδόσεις ΜΑΡΗ,  ΑΘΗΝΑ 1975
 ΟΝΤΙΣ έπλασε ο Θειός την Οικουμένη,
το Ληξούρι, και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του:  Ά! τώρα δε μου μένει
πάρι να πλάσω, γε μου, και τσ᾽ αθρώπους».
Κι εκεί που κράταε τον Αδάμ στερνόνε,
του᾽ πε : «Συ να᾽ σαι, Αδάμ, το ζώ᾽ τω ζώνε!

«Ήγουν, να᾽ σαι καλύτερος απ᾽ όλα,
να᾽ χεις το γάιδαρο από κάτουθέ σου,
να θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,
να᾽ ναι οι λαγκάδες όλες εδικές σου·
Οι σκύλοι ταπεινοί να σε υπακούνε,
και για σένανε οι κότες να γεννούνε».

«Βάνω στην εξουσία σου τα σπανάκια,
αν θέλεις να τα κάνεις τσιγαρίδι·
για σένανε φυτεύω ραπανάκια,
εσύ να τρως το μήλο και το απίδι.
Όλα ναν τα᾽ χεις χώρις να κοπιάζεις,
και σ᾽ αγαπάω πολύ, γιατί μου μοιάζεις»

«Σου χτιώ στο περιβόλι μου παλάτι
μ᾽ όσα καλά η θεία μου Πρόνοια δίνει·
και να τρως το καλύτερο κομμάτι
χώρις να σου στοιχίζει ένα φαρδίνι.
Μα έτσι κιόλα ζητώ σου, κυρ Αδάμ μου,
να μη ᾽γγίξεις ποτέ τα τάλαρά μου !»

«Είν᾽ το ξύλο της γνώσεως τα χρήματα,
κι όποιος τα᾽ χει, έχει γνώσι, είν᾽ προκομμένος,
όμορφος, έχει χίλια προτερήματα,
είναι απ᾽ όλον τον κόσμο παινεμένος,
παντού επιθυμητός... μα είν᾽ και φαρμάκι
που κάνουν την ψυχή πηλό οχ τ᾽ αυλάκι».

«Μην τ᾽ αγγίξτε, γιατί θε να γνωρίσετε
το βουλιασμό της αθωότητός σας,
και πλέον δε θα μπορέσετε να ζήσετε
ευτυχισμένοι στον παράδεισό σας.
Τα᾽ φτιασ᾽ ο Διάολος, κι είναι διαολεμένα.
Άστε τα εκεί. Του τα᾽ χω αμαχεμενα»

Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι
είχε τότες ο Θειος εις την Ασία,
και για να μην εμπαίνουνε οι διαόλοι
να κάνουνε στα λάχανα ζημία,
μες στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες
είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μα, καθώς ως και τώρα συνεβαίνει,
εκεί που στηούμε τσάκες για ποντίκια,
που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,
γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια –
έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι
κι αφανίζανε το μαύρο περιβόλι.

Μια μέρα που ο Αδάμ κι η αρχόντισσά του
εμετριόντανε ποίος είναι ψηλότερος,
στα πόδια ορθοί, σε μια μηλιά αποκάτου,
και καθένας τους ήτανε ευθυμότερος
εις την ευτυχισμένη μοναξιά τους —
να! κι ένας Διαολάκης ομπροστά τους !

—«Αδέλφια, λέει, καλώς τα κουβεντιάζετε!
ω, ευτυχισμένοι που είστεν᾽ εδώ - πέρα
σε τόσες ηδονές! Μα δε δουλιάζετε . . . . . . . . »
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εκάκιωσε τ᾽ αντρόυνο κι εσκληρήθηκε
για του Διαόλου την άταχτη πράξη·
κι όλη κόκκινη η Εύα του απεκρίθηκε:
—«Γαϊδαράτσε, ποιός σώδειξε την τάξη
να μπαίνεις δίχως άδεια κούτρα-κούτρα;
Μ᾽ ένα παπούτσι σώπρεπε στα μούτρα!»

—«Συμπάθειο, λέει ο Διάολος, Κυρά μου,
γιατί δεν ήλθα με κακό σκοπό . . .
Διαβάτης είμαι· πηαίνω στη δουλειά μου
και βαστάω πραματείες και πουλώ».
Μόνε σαν άκουσ᾽ η Εύα πραματείες,
τώκαμε μια χιλιάδα ευχαριστίες.

Είναι αλαφρά, λιγόμυαλη η γυναίκα,
και πολύ τής αρέσουν τα στολίδια,
και μόλις από χίλιες βρίσκεις δέκα
να μην έχουν του αντρός τους αντικλείδια,
να παίρνουν ομορφάμορφα παράδες,
να τσι ξοδεύουνε στσι πραματευτάδες.

Εγώ όμως δεν το παίρνω στην ψυχή μου
πώς η Εύα είχε αντικλείδι κι ετρυπούλευε.
Το λέν᾽ οι ιστορικοί μας, ακροατή μου,
και λένε πως ο Διάολος τη συβούλευε,
και πως μετατρεμμένος εις σε φίδι
της επήγε μια μέρα το αντικλείδι.

Βέβαια που έπειτ᾽ από τόσους αιώνες
οπού εφτιάστηκε ο Κόσμος, δε μπορεί
να γνωρίζουμε αν είναι απατεώνες
ή αν λένε την αλήθεια οι Ιστορικοί.
Μ᾽ από τις τωρινές γυναίκες κρίνει
κανείς, ομπρός - οπίσω και για κείνη.

Ως τόσο ο Διάολος άνοιξε τσι κόφφες
κι έβγαινε όσα στολίζουν τσι Κυράδες —
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφες,
βελέτες, μπλόντες, ομπρελέτες, μποάδες . . .
Κι η Εύα που τα ᾽βλεπε, έτρεμε η καρδιά της,
και σα Χριστέ της να ᾽ναι όλα δικά της!

Σε μι᾽ άλλη κόφα είχε όμορφα διαμάντια,
πουλιό όμορφα, δεμένα στο Παρίσι,
και χωριστά σ᾽ άλλο κουτί μπριλάντια
κυματερά σαν το νερό στη βρύση.
Κι η Εύα, όντις τάειδε, σκούζει: «Ω, γε! τα θέλω!
τα θέλω, μόνε πλήρωνε, Αδαμιέλο!»

Ο Διάολος, ως κι εκειός τον παρακίνα·
κι ο Αδάμ δεν είχε, κι έσφιγγε τσι πλάτες.
Μα η Εύα κλαίοντας τώλεγε: «Μ᾽ ευκείνα
με περνάς πάντα! Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Αδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . .
Τον  Άγουστο  πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . .

Τα δάκρυα εκειά της Εύας εσουρώνανε
μες στην καρδιά του Αδάμ και τον ανοίγανε·
που, ζαχαροφτιασμένος, τον ελυώνανε,
τον εστενοχωρούσανε, τον πνίγανε.
Και λέει: «Κακό που μου᾽ ρτε του φτωχού!
Ας γένει, γε μου, ετούτο το μπιστιού».

Το μπιστιού έγινε κιόλες, κι εμετρήθηκε
και τούτο μεταξύ στα εφτά μυστήρια,
γιατί από την ημέρα που το εντύθηκε,
άκουε πίσωθ᾽ ο Αδάμ κλαμπανιστήρια,
σαν του σκύλου, όντις τώχουν τα παιδιά
λάτινο αγγειό δεμένο στην ορά.

Μα ήλθε κι ο Άγουστος, που᾽ ταν η διορία,
κι ήλθε κι ο Διάολος στον Αδάμ μαζί του.
Μα ο Άγουστος σε μεγάλη δυστυχία,
κι ο Διάολος ζητάει την πληρωμή του.
Για πρώτη φορά τότε εκειός ο Διάολος
εφάνηκε του Αδάμ αισθητός Διάολος.

Κράζει την Εύα κι αρχινάει τη γκρίνα·
κι εγκρίνιαζε τ᾽ αντρόυνο ανάμεσό του
κι ετρωγότουν πουλιό πάρι ένα μήνα —
όντις διαλέει καιρό για το σκοπό του
ο Διάολος, κι αλλάζοντας μορφή,
ήλθε κι ηύρε την Εύα μοναχή.

 — «Εύα μου, λέει, σε βλέπω πικραμένη,
και με λυπάει πολύ, που ο Θεός το ξέρει,
γιατί ως κι εσύ ᾽σαι καλομαθημένη
κι ήθελες πάντα τάλαρα στο χέρι.
Μα υπομονή, Κυρά μου, και θυμήσου
πως εις τη χρεία δεν είσαι μοναχή σου».

«Είν᾽ τόσοι που περσότερο από σε
έχουνε χρεία στον κόσμο για ᾽να – γι᾽ άλλο,
και που ούτε σ᾽ όνειρο είδανε ποτέ
το πλούτι το δικό σας το μεγάλο.
Μα ο άντρας σου δε θέλει να ξοδέει . . .
Κάνει καλά . . . είναι φρόνιμος . . . σωρεύει . . .

—«Πλούτι!  λέ᾽ η Εύα· όξω κι α μου λες
για ᾽κειά που ο Θειός βασταίνει κλειδωμένα,
Μα εκείνα είναι δικά του». — «Μπα! ντροπές!
ο Διάολος λέει, «εκείνα είναι για σένα·
ούτε ο Θειος είπε διαφορετικά,
μόνε τον καταλάβετε κακά».


«Ο Θειός δεν έχει χρειά για παράδες,
κι είστενε σ᾽ ένα σφάλμα μεγαλότατο,
μόνε α θέλεις να εβγείς οχ τσου μπελιάδες,
είναι το μέσος, Εύα μου, ευκολότατο.
Να! το κλειδί! Τρέχα, έπαρε όλα κείνα
που σου χρειάζουνται, να πάψει η γκρίνα».

 
Κι έτσι εκλεφτήκαν του Θεού οι παράδες,
κι η Εύα κάνει την πρώτη αμαρτία,
δε θυμώμαι σε πόσες κατοστάδες.
Και το δέχτηκι᾽ ο Αδάμ, γιατ᾽ είχε χρεία.
Μα ένα έργο τόσο αχρείο και κακόποιο
ο Θειός το εκοίτα με το τελεσκόπιο.

Σημαίνει με θυμό το καμπανέλι,
κι έρχουνται ευθὺς εμπρός ξεσκουφωμένοι
Μικέλης και Γαβρίλης, δυο Αγγέλοι,
που᾽ ναι στον Ουρανό συνηθισμένοι
να κάνουνε με τέσσερα πηδήματα
τα πουλιό μακρυνότερα θελήματα.

—«Φέρτε, λέει, το Διάολο, Άγγελοί μου . . .
Μα όχι, όχι· αφήσετε και πααίνω εγώ
έπειτα, να του δείξω την οργή μου!
Κι ωστόσο, μια φορά κι είστεν᾽ εδώ,
προβατείτε να ιδείτε μια δουλειά,
για να σας βάλω καταμαρτυριά» .

Τους φέρνει και τους δυο στο περιβόλι,
και φθάνοντας ομπρός στου Αδάμ το σπίτι,
φωνάζει δυνατά και βγαίνουν όλοι.
Και πιάνει τον Αδάμ από τη μύτη:
—«Εδώθε, λέει, σε σέρνει το βελέσι·
Γάιδαρε! Μασκαρά! Έτσι σ᾽ αρέσει!»

 
«Και συ, Εύα, είν᾽ τούτες όμορφες δουλειές;
Έτσι οι γυναίκες κάνουνε Άη Γιάννη;
Μα, μα τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,
θε να σας διώξω δώθε. Ας είναι . . . — φτάνει».
Τα᾽ χασε η Εύα, εσβήστηκε, εσκοτίστηκε,
κι᾽ οχ την πολλή τρομάρα εκατουρήστηκε.

Ως τόσο, ο Διάολος ήτανε φευγάτος,
κι επήαινε τραγουδώντας τα - λα - ρα.
κι ο Άδης ανάβλυαζε, χαρά γιομάτος,
κι ετραγούδα όλη μέρα: τα- λα- ρα!
Κι από ᾽κειό το τραγούδι τα, λα, ρα,
είπαν του εγκλήματος το σώμα:  Τάλαρα!
=====================================================================

12 Φεβρουαρίου 2013

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ...........
Ζολιω Λαδα-Βαρβαρεσου


Ειδα τη συνταξη μου
την ειδα ψες αργα
που μπηκε στη βαρκουλα
να παει στην ξενητεια.

Που πας ξανθο κοριτσι
εισαι πολυ κακη.
-Παψε το πιτσι-πιτσι
-Ειμαι βιαστικη.

Στην ξενητεια πηγαινει
μαζι μ αλλους πολλους.
Εμενα δεν με παιρνει,
στελνει χαιρετισμους.

Αχ! εφυγες ξανθουλα
-και ποιος να σε δικασει-
Που πας με τη βαρκουλα
και κοσμος θα πεινασει............
======================================================================

15 Ιανουαρίου 2013

Ένα ιδιότυπο σατιρικό φύλλο στην Κεφαλονιά στα χρόνια πριν την Ένωση

Η μεγάλη εκδοτική παραγωγή που σημειώνεται στα Ιόνια Νησιά την τελευταία δεκαπενταετία της Αγγλοκρατίας, και από την παραχώρηση στους Επτανήσιους του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας, χαρακτηρίζεται και από κάποιες περιπτώσεις εντύπων που μπορεί να μη διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική δυναμική των καιρών, αλλά σε κάθε περίπτωση συνιστούν αξιοπρόσεκτες εκφράσεις δημόσιου λόγου, σ’ έναν επτανησιακό «γαλαξία» που περιείχε πολλά κέντρα πνευματικής ζωής, λόγω της νησιωτικής του ταυτότητας.


               Μια τέτοια, ιδιαίτερη περίπτωση, χαρακτηριστική όμως της κεφαλονίτικης γειτονιάς αυτού του πνευματικού γαλαξία είναι και η εφημερίδα Διαολαποθήκη του Φερδινάνδου Όδδη, που κυκλοφορούσε στο νησί, αλλά και μέσω συνδρομητών σε όλα τα Επτάνησα στο διάστημα 1860-1864. Τα λιγοστά φύλλα της εφημερίδας σώζονται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στο ΕΛΙΑ και στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου, μας επιτρέπουν να έχουμε μια αποσπασματική εικόνα της παρουσίας της πλάι στις πολιτικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Ιόνιο Κράτος εκεινη την εποχή.


Η εφημερίδα στην πορεία της άλλαξε πολλές φορές όνομα και λογότυπο. Στην αρχή ονομαζόταν Αποθήκη Διαβόλου – Κυκεών (Ο κυκεών ήταν ένα αφέψημα που πινόταν από τους συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια), συνέχισε ως Αποθήκη Διαβόλου με το όνομα «Κυκεών» να περιορίζεται στην εικονογράφηση του λογότυπου και κατέληξε Διαολαποθήκη.


Η παρουσία του διαβόλου ως συστατικού στοιχείου του τίτλου ή του λογότυπου σατιρικών (και όχι μόνο) εφημερίδων είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο τον 19ο αιώνα σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και την Ελλάδα. Στην Κέρκυρα την ίδια περίοδο περίπου κυκλοφορεί ο Εωσφόρος του Νικολάου Κονεμένου,εφημερίδα με την οποία η Διαολαποθήκη φαίνεται να μοιράζεται κοινές ιδεολογικές θέσεις. Στην Κεφαλονιά θα κυκλοφορήσει αργότερα το Ζιζάνιον του Γεωργίου Μολφέτα και το Τελώνιον του Ανδρέα Σάρλου. Στο λογότυπο του Ζιζανίουπρωταγωνιστεί και πάλι ο διάβολος. Μια εικοσαετία μετά, στην Αθήνα, ο Εμμανουήλ Ροΐδης θα κυκλοφορήσει τη σατιρική και πολιτική εφημερίδα Ασμοδαίος, που παίρνει το όνομά της από έναν δαίμονα της Παλαιάς Διαθήκης και φιλοξενεί ψευδώνυμες συνεργασίες πολλών επιφανών λογοτεχνών και λογίων εκείνης της γενιάς. Ο διάβολος, άλλωστε, ως συμβολική εκφραση του ανεστραμμένου κόσμου της κωμικής-σατιρικής θέασης της πραγματικότητας είναι κοινός τόπος και για πολλές δυτικοευρωπαϊκές σατιρικές εφημερίδες, που αποτελούν πρότυπο για τις αντίστοιχες ελληνικές. Στα λογότυπα της Διαολαποθήκης, ο διάβολος ενίοτε απεικονίζεται στο κέντρο συνοδευόμενος από το μόττο «Le diableet mon droithonni soit qui maly pense” που παρωδεί τη φράση που αναφέρεται στον θυρεό της βρετανικής μοναρχίας: “LeDieu et mondroit”. Ο κόσμος της σάτιρας ανατρέπει την κανονική τάξη πραγμάτων καθώς την κοιτάζει από διαφορετική οπτική γωνία, με παραμορφωτικούς φακούς που αποδομούν την πραγματικότητα ή την αποκαλύπτουν με καταλύτη το καυστικό υλικό της σάτιρας.


Ο εκδότης της εφημερίδας, Φερδινάνδος Όδδης, είναι κι αυτός ενδιαφέρουσα περίπτωση, αντιπροσωπευτικό δείγμα του κοσμοπολιτισμού και της κινητικότητας που διέπει τον Ιόνιο χώρο στα χρόνια εκείνα: Κατάγεται από την Περούτζια, γεννήθηκε όμως στη Βενετία το 1836 και σε πολύ μικρή ηλικία ήρθε στην Κεφαλονιά, καθώς η μητέρα του είχε παντρευτεί τον Κεφαλονίτη γιατρό Γεράσιμο Χοϊδά. Σπούδασε στο αγγλοελληνικό σχολείο του Αργοστολίου με καθηγητή τον εγελιανό φιλόσοφο Ιωάννη Μενάγια. Στην Κεφαλονιά θα μείνει περίπου μέχρι το1865, χρονιά που παντρεύεται και φεύγει για την Αίγυπτο, όπου θα εργαστεί σε ξενόγλωσσα σχολεία της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου, και σταδιακά θα αναδειχθεί σε εξέχουσα φυσιογνωμία της εκεί ελληνικής κοινότητας, αναπτύσσοντας πλούσια συγγραφική, εκπαιδευτική και ανθρωπιστική δράση.
Στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας, όπου συνήθως αναφέρονται οι συντάκτες, συναντάμε και άλλα ονόματα, ωστόσο τα περισσότερα κείμενά της θα πρέπει να έχουν τη συγγραφική υπευθυνότητα του Όδδη. Υπάρχει όμως και ένας πολύ σημαντικός συντάκτης της Διαολαποθήκηςο οποίος υπογράφει όλα τα κείμενά του, δηκτικά, ασυμβίβαστα και επιθετικά συνήθως. Είναι ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος παρότι κατά καιρούς εξέδιδε το δικό του έντυπο, τον Λύχνο, χρησιμοποιεί τις στήλες της εφημερίδας κυρίως για να εξαπολύει μύδρους εναντίον του Κωνσταντίνου Λομβάρδου. Ο Λομβάρδος ήταν ο ηγέτης των Ζακυνθινών ριζοσπαστών,της «μετριοπαθούς» πτέρυγας του ριζοσπαστικού κινήματος που συμβιβαζόταν με το στόχο της Ένωσης με την Ελλάδα χωρίς ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές και εγκατέλειπε έτσι το όραμα που κυρίως είχαν διατυπώσει οι Κεφαλονίτες ριζοσπάστες, με πρωταγωνιστές τους Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο και Ιωσήφ Μομφερράτο,για κοινωνική αλλαγή. Ο Λασκαράτος πάλι δεν συμφωνούσε ούτε με το ριζοσπαστικό κίνημα ούτε με την Ένωση. Βρίσκει λοιπόν στη Διαολαποθήκη φιλόξενο χώρο για την πολεμική του. 
Η ίδια η εφημερίδα συγκαταλέγεται στις«μεταρρυθμιστικές», εκείνες δηλαδή που, σε αντιστοιχία με τις θέσεις της ομώνυμης παράταξης είχαν ως βασική στρατηγική την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στον Ιόνιο χώρο, χωρίς όμως Ένωση με την Ελλάδα. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που ενώνει τον Εωσφόρο της Κέρκυρας με τη Διαολαποθήκη της Κεφαλονιάς και τον Λύχνο του Λασκαράτου. Γενικότερα, οι εφημερίδες που είχαν κυκλοφορήσει πριν από την Ένωση χαρακτηρίζονταν από έντονη επικοινωνία μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το νησί στο οποίο εκδίδονταν, καθώς στο επίπεδο του δημόσιου λόγου και ιδιαίτερα της πολιτικής πρακτικής ο ιόνιος χώρος, παρά τις επιμέρους ιδιαιτερότητες των νησιών, αντιμετωπιζόταν ως ολότητα. Έτσι θα βλέπουμε συχνά και στη Διαολαποθήκηδηλητηριώδη σχόλια που αναφέρονται σε άλλες επτανησιακές εφημερίδες της εποχής,ιδίως βέβαια αυτές που πρεσβεύουν αντίθετες θέσεις. Αυτή η επικοινωνία θα περιοριστεί δραματικά στο διάστημα μετά την Ένωση.
Η Διαολαποθήκηείναι λοιπόν εφημερίδα που απευθύνεται στο κοινό όλων των Επτανήσων και όχι μόνο της Κεφαλονιάς και αυτό μοιραία επηρεάζει τη θεματολογία της. Όπως το σύνολο των εφημερίδων εκείνης της εποχής και παρά τον σατιρικό της χαρακτήρα είναι εφημερίδα πολιτική. Είναι δηλαδή περισσότερο εφημερίδα του δρόμου και της πλατείας παρά του σαλονιού – της πολιτικής διάδρασης και όχι του ιδιωτικού βίου. Το βλέμμα της είναι στραμμένο τόσο στον ιόνιο πολιτικό στίβο, με βασικό άξονα την ιδιότυπη σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο διελκυστίνδα που αφορά την Ένωση όσο και προς το Ελληνικό Βασίλειο. Από την εφημερίδα δε λείπουν, ασφαλώς, θέματα που αφορούν και την τοπική επικαιρότητα, κυρίως πολιτική, αλλά και σε πολύ μικρότερο βαθμό, αυτό που θα κυριαρχήσει στις επόμενες δεκαετίες στον ελληνικό χώρο: αναφορές στην καθημερινότητα των ανθρώπων, νεκρολογίες, στιχουργήματα, ενώ δίνεται βήμα σε πρόσωπικότητες, όπως για παράδειγμα ο Βαπτιστής Σάββα Άννινος για να απαντήσουν σε δημοσιεύματα που γίνονταν είτε σε τοπικές εφημερίδες είτε σε μονόφυλλα.
Η σάτιρα της Διαολαποθήκηςπιστεύουμε ότι θα άξιζε περισσότερης προσοχής από αυτήν που της έχουμε μέχρι σήμερα δώσει, αν δεν την δούμε απλά ως μοναχική προσπάθεια με μικρή κυκλοφοριακή απήχηση και κακοπληρωτές συνδρομητές (ο Όδδης απευθύνει κατά καιρούς σπαρταριστές εκκλήσεις σε όσους χρωστούν τη συνδρομή του, όπως άλλωστε κάνει και ο Λασκαράτος για τον Λύχνο),αλλά αν την εντάξουμε σε ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικής πράξης στο οποίο η επικοινωνία – ο δημόσιος λόγος αποτελεί βασική στρατηγική. Ο ριζοσπαστισμός, αλλά και οι αντίπαλοί του, χρησιμοποιούν ως όπλο τον δημόσιο λόγο, την επικοινωνία – ένα πολύπλοκο δίκτυο δημιουργείται ανάμεσα στα νησιά, αποτελούμενο από εφημερίδες, φυλλάδια, δημόσιες παρεμβάσεις στην Ιόνιο Βουλή, δίκτυο που συνδέεται πολλαπλά τόσο με τη δυτική Ευρώπη όσο και με τον ελληνικό χώρο. Η Διαολαποθήκη σ’ αυτό το δίκτυο διαδραματίζει τον ρόλο του κωμικού σχολιαστή. 
Στηριγμένος στην ιδιότυπη έφεση του κεφαλληνιακού χώρου στη σάτιρα, ο Όδδης, χωρίς στην πραγματικότητα να επινοεί κάποια καινοτόμο κωμική στρατηγική, αξιοποιεί με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο και εντάσσει στο επτανησιακό περιβάλλον πολλές τεχνικές παραγωγής του κωμικού αποτελέσματος.
Η κυριότερη τεχνική του είναι η παρωδία άλλων λογοτεχνικών ειδών. Το θέατρο πρόζας και το μελόδραμα χρησιμοποιούνται για να σατιριστούν πρόσωπα και πράγματα της επικαιρότητας: «Αι δύο τελευταίαι ώραι της ΙΑ΄ Ιονίου Βουλής.Μελόδραμα κωμικοπολιτικόν μονόπρακτον. Μουσική της τελευταίας πράξεως της Τραβιάτας».[1][1]Αναφέρεται στο τέλος της περίφημης ενδέκατης Ιονίου Βουλής.
Εκτός από τα λογοτεχνικά είδη, παρωδούνται και διαφόρων ειδών επίσημες διαδικασίες: Τα πρακτικά της Ιονίου Βουλής, τα κάλαντα, ή ακόμη και αναφορές στον Αρμοστή των Ιονίων Νήσων: Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο παράδειγμα δήθεν αναφοράς κατοίκων του Ληξουρίου προς τον Αρμοστή σχετικά με την απόσυρση φρουράς 100 στρατιωτών από την πόλη, που εκτός των άλλων αποστέρησε την πόλη του Ληξουρίου από μία …τρομπέτα που είχε αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα της κοινωνικής ζωής της πόλης.[2][2]
Ομπρός στην αυτού εξοχότητα το Λορδ Μεγάλο Αρμοστή
Αναφορά και παράπονα των κατουρρειμένων κατοίκων Ληξουρίου για 100 στρατιώτες και 1Τρουμπέτα.
Μυλορδ!
Ούλα ούλα οι Γροστολιώτες- Οι Γροστολιώταις θέατρο οι Γροστολιώτες Θυλακαίς – Οι Γροστολιώτες φανάρια – οι Γροστολιώτες σπιανάδα – Οι Γροστολιώτες καμπάνα – οι Γροστολιώτες έπαρχο […] και εμάς ή τίποτζι δε μας στέρνεται, ή μας στέρνεται και μας έχετε πράμματα πούνε χειρότερα από τίποτζι! Μα υπομονή για τα’ άλλα, μα ως και τους πενήντα δύο στρατιώτας που μας εστέρνετε μας τους ασηκόσετε; … μα ως και την Τρουμπέτα που μας είχετε να μας την πάρετε; Την τρουμπέτα εκείνη, πούτανε η διασκέδασί μας, ο γλεντζές μας και το αθώο μας ξέδομα! […] Τα μαθηταρούδια επηένανε σκολιό τους με την Τρουμπέτα. Εγευόμαστε, εδειπνούσαμε και επέφταμε με την Τρουμπέτα! Μίαν αρκόντησσα εμήναε τσ’ αλληνής πολλά προσκυνηματα και πως, αν ήτανε σπήτι το απόγιομα, με την Τρουμπέτα, ήθε πάει ναν την επισκεφθή. […] Και του ζητούν να τους φέρει πίσω την τρουμπέτα, μαζί με100 στρατιώτες, γιατί «στο κάτου κάτου τση γραφής ημπορεί να τύχη και καμμία επανάστασι! Οι Ληξουριώτες, καθώς γνωρίζεις, είμαστε έμου και πολλοί, έμου και αψιοί, μα με 100 στρατιώτες ομπρός και μια Τρουμπέτα οπίσωθε μάς κάνεις ό,τι θέλεις!» και ζητούν την καλοκαγαθία του και την εύνοιά του κλείνοντας «Νάχης γεια και χαρά και την Κυρά την Περλιγκού Βοήθεια!»
Η γλώσσα της Διαολαποθήκηςπαρουσιάζει επίσης εξαιρετικό ενδιαφέρον: Εκτός από την τοπικό ιδίωμα που είδαμε στο προηγούμενο κείμενο, και την γλώσσα των στιχουργημάτων που δημοσιεύονται στην εφημερίδα και είναι, κατά την παράδοση της επτανησιακής σχολής, δημοτική, στα κείμενα του πεζού λόγου συναντάμε με την ίδια συχνότητα κείμενα και σε καθαρεύουσα, ακόμη και στην ιταλική γλώσσα, όταν ο σκοπός της σάτιρας το απαιτεί. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα που σατιρίζει τις ευεργετικές παραστάσεις που δίνονταν στα θέατρα προς τιμήν καλλιτεχνών ή για φιλανθρωπικούς σκοπούς – εδώ η σάτιρα φοράει τα ρούχα ενός θεατρικού προγράμματος – και το αποδομεί με τον διαλυτικό της τρόπο:
«Θέατρον ο Βουκέφαλος: Ατακτοτάτη, γελοιωδεστάτη και σκανδαλωδεστάτη παράστασις […]». Το ρεπερτόριο είναι και αυτό αποδομημένο:«Χορός εκ της μελοκωμωδίας “Όπου έχει πολύ πιπέρι βάνει και στα λάχανα”εκτελεσθησόμενος υπό των Βρακιβελάδων, δια του χρυσαργύρου ήχου παντοίων νομισμάτων βροχιδόν ριπτομένων επί του δίσκου». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τέταρτο μέρος της εκδήλωσης, όπου παρουσιάζεται στο κοινό το πορτραίτο της τιμώμενης καλλιτέχνιδος, το οποίο προκαλεί την αντίδραση του κοινού «Επευφημίαι και ανθοβολαί προς την ευεργετουμένην - σφυρικτικαί επιδείξεις εκ μέρους παίδων και παλιμπαίδων» που φαίνεται να οδηγούν στο κλείσιμο του θεάματος δια «τραγικωμικής επεμβάσεως της αστυνομίας»
               Η σάτιρα χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να μασκαρευτεί. Και κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί την καταλληλότερη εκδοχή της γλώσσας. Αυτές οι εναλλαγές δημοτικής και καθαρεύουσας είναι και από μόνες τους ενισχυτικές για το κωμικό αποτέλεσμα.
               Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς στα κείμενα της Διαολαποθήκης σε ποιο σημείο σταματάει το «σοβαρό» και που ξεκινάει η «σάτιρα». Ο κόσμος που συνθέτει είναι τόσο τραγελαφικά φτιαγμένος που μοιάζει με σουρεαλιστική εικόνα. Ολόκληρη η εφημερίδα μοιάζει να διαδραματίζει στον τοπικό τύπο αυτό που διαδραμάτιζε για μια κλειστή, αγροτική ή αστική κοινωνία, το καρναβάλι. Τα ανώνυμα άρθρα της εφημερίδας «ντύνονται»τις στολές άλλων κειμένων, θεατρικών, διαλογικών, ειδησεογραφικών, πολιτικών όπως οι άνθρωποι ντύνονται τις αποκριάτικες στολές τους, δημιουργώντας μια πραγματικότητα παρένθετη στην πραγματική πραγματικότητα. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει γιατί πρέπει αυτή την πραγματικότητα κανείς να μπορεί να την αντέξει. 
               Αν στην περίπτωση των κειμένων του Λασκαράτου η σάτιρα λειτουργεί περίπου ως τρομοκρατική πράξη, επιχειρώντας να ανατρέψει τα κοινωνικά δεδομένα, στην περίπτωση του Όδδη και των υπόλοιπων κειμένων της Διαολαποθήκης η σάτιρα αυτή, λόγω και της πολιτικής θέσης της εφημερίδας μοιάζει να είναι δικλείδα ασφαλείας του συστήματος. Όπως η Αποκριά ήταν για αιώνες τρόπος εκτόνωσης της κοινωνίας ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να αντέξουν τους αυστηρούς ηθικούς της κανόνες, έτσι και εδώ η σάτιρα λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός επιβίωσης σε ένα σύστημα που ήταν αναγκαίο να μεταρρυθμιστεί, αλλά ταυτόχρονα ήταν βέβαιο ότι κατέρρεε. 
               Είναι σίγουρο ότι από τη δύναμη της σάτιρας της εφημερίδας έχουμε χάσει οριστικά ένα μεγάλο μέρος, καθώς όσο κι αν ο ερευνητής προσπαθήσει, είναι αδύνατο να αποτυπώσει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν τα συγκεκριμένα κείμενα στη συγκεκριμένη κοινωνία και με τη συγκεκριμένη επικαιρότητα. 
Ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο παράγεται,την ιδεολογία από την οποία εμφορείται ή το αποτέλεσμα που τελικά επιτυγχάνει η σάτιρα αυτή, δεν μπορεί κανείς να μη διακρίνει στη Διαολαποθήκη τα χαρίσματα και τις αρετές της κεφαλονίτικης σάτιρας– αυτής που άνθισε μέσα στον Λασκαράτο αλλά και διακλαδώθηκε σε πολλές και ποικίλες εκδοχές της, έντεχνες και λαϊκές, προχωρώντας, όχι με αντίστοιχη δυναμική αλλά οπωσδήποτε με εμφανή τα κληρονομικά της χαρακτηριστικά, για πολλές δεκαετίες.
Αν η Διαολαποθήκηήταν η «αποκριάτικη ενδυμασία» του ιόνιου χώρου, ο Όδδης ίσως αισθανόταν ότι αυτή η ενδυμασία ίσως ήταν πιο αληθινή από την εικόνα που παρουσίαζαν τα σοβαρά και μεγάλης απήχησης έντυπα. Ή να υποψιαζόταν ότι τελικά μπορεί και να ίσχυε το αντίθετο.Ότι οι μάσκες ίσως και να είναι περιττές μπροστά στην πραγματικότητα. Μ’ αυτόν τον προβληματισμό, που εκφράζεται στην τελευταία στροφή ενός σατιρικού στιχουργήματος που δημοσιεύεται στη Διαολαποθήκη,θα κλείσουμε απόψε, διερωτώμενοι μήπως τελικά η πραγματικότητα ξεπερνά πια τη σάτιρα…
Πλην τις η ανάγκη - για τα καρναβάλια
Να αλλάξτε ρούχα – μούτρα και κεφάλια;
Έχετε μουσούδες, οπού είνε λες
Όλαις καμομένες – για τση Τυριναίς!
Ξεμπαρμπουτομένοι– σαν μπορεί να βγήτε
Μη μασκαρωθήτε!
19-5-2011
Αργοστόλι -ΤΕΙ Ιονίων Νήσων
(εκδήλωση στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας με αφορμή την επέτειο της Ένωσης της Επτανήσου)
Ηλίας Α. Τουμασάτος
Πηγή  :   eliaswords.blogspot.com

========================================================================
12 Ιανουαρίου 2013
ΠΑΞΙΝΕΣ  ΕΙΚΟΝΕΣ
Πλήθος κι ακαταμέτρητες οι Παξινές οι μνήμες
που δεν τις στέρεψε ο καιρός, δεν τις πειράζει ο χρόνος
κι όποτε ο νόστος  ξεχειλά στα πίσω βηματίζει,
στην ακριβή μου, τη μικρή κι αλαργινή πατρίδα
και ταξιδεύω  στους Παξούς με το σκαρί του νόστου.

Εκεί μυριάδες λιόφυτα θάλλουν κι ανθοβολούνε
πεντάψηλα, πλατύκλαδα που ακάματα καρπίζουν
κι όπως στη γή την πέτρινη τα λιόφυλλα σκορπάνε,
ριζώνουν σπόροι και καρποί, βλασταίνουν τα λιθάρια.

Εκεί παλιές ξερολιθιές κρατούν νερό και χώμα
στεριώνοντας, ποτίζοντας των λιόδενδρων τις ρίζες
και πέτρα  πέτρα ανιστορούν πανάρχαια ιστορία,
που γράφτηκε με υπομονή από αργασμένα χέρια,
με αγάπη στην τραχιά τη  γη με ποταμούς ιδρώτα.

Εκεί εκκλησιές και σπιτικά λιτά, πετροχτισμένα
κι ευγενικά αρχοντόσπιτα με μόντζους και με βόλτα,
που κρύβουν λύπες και χαρές και προσευχές αγιάζουν,
όπου σκεπάζουν κι ευλογούν τις Παξινές φαμίλιες,
και νιάτα και γεράματα και κορασιές κι αγόρια.

Εκεί σχολειά περίτεχνα, σεμνά, ηλιολουσμένα,
κάστρα, ντρουβειά, ανεμόμυλοι και στέρνες και κηπάρια
για να χορταίνουνε το νου με γράμματα και γνώση
και να δαμάζουν, τον εχθρό, την πείνα και τη δίψα.

Εκεί στρατόνια και στενά,τάφροι, γκρεμά  και ράχες,
να βόσκουνε τα πρόβατα, να ροβολάν τα γίδια
και φυλάνε οι κυνηγοί ψάχνοντας για τρυγόνια
κι οι πατεράδες στο χωριό καβάλα να γυρνάνε.

Λιμάνια εκεί κι ακρογιαλιές, κάβοι και βραχονήσια,
που τα χτυπάει η όστρια, τα δέρνει η τραμουντάνα
και το χειμώνα η θάλασσα βογγομανά στα βράχια
και του πελάγου η βοή αντιλαλεί στις γράβες
κι ανοίγουν ήμερη αγκαλιά το καλοκαίρι οι σπιάντζες
και του μαίστρου  οι ριπές τις κάψες τις νικάνε.

Αχ!  ακριβή μου και μικρή  κι αλαργινή πατρίδα,
σου τάζω και στ’  ορκίζομαι να μη σε λησμονήσω!

Ευτυχία Γερ. Μάστορα (Παπαγεράσιμου)
Από  την ποιητική συλλογή «Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι»

======================================================================

9 Ιανουαρίου, 2013
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ=
                                                                Ζολιω Λαδα-Βαρβαρεσου

Αρχικα να πουμε οτι ο Λασκαρατος, μισησε απο το βαθος της ψυχης του τη Νομικη Επιστημη.
Μπορει να ειναι και οτι περισσοτερο μισησε γιατι και αλλους μισησε.

Ως προς τα νομικα του τα επεβαλλαν οι γονεις του, που ειχαν ονειρο να τον δουν δικηγορο η Δικαστη. Οχι ιδιαιτερης μορφωσης οι ιδιοι,κτηματιες με οικονομικη ανεση τι αλλο καλυτερο να ωνειρευονταν απο εναν δικηγορο να αγορευει στις δικαστικες αιθουσες η δικαστη να διευθυνει τη διαδικασια απο την εδρα. Ο ιδιος ηθελε να σπουδασει γιατρος γραφει στη βιογραφια του γραμμενη στα Ιταλικα και μεταφρασμενη απο τον Χαριλαο Αντωνατο. [Τι αναποδα πραγματα,εγω που δεν εχω
καθολου φωνη σπουδασα Δικηγορος και ο Λομπαρδος που μπορει να μιλα ακαταπαυστα οκτω ωρες εγινε γιατρος]
Τελειωσε τις νομικες του σπουδεςστο Πανεπιστημιο της Πιζας το 1839 και παραιτηθηκε απο τη δικηγοτικη ιδιοτητα το 1843. Πληροφοριες για την μορφωση του εν γενει ευρισκονται στην αυτοβιογραφια του που περιλαμβανεται στην εκδοση [ΛΑΣΣΚΑΡΑΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ] εκδοσεις Ατλας 1950 με προλογο Γρηγοριου Ξενοπουλου και εισηγηση Παπαγεωργιου. Την αυτοβιογραφια του την εγραψε στα Ιταλικα χαριν του Αγγλου φιλου του στρστηγου Whittingham που του ζητησε πληροφοριες. Οπως γραφει λοιπον ο ιδιος στα 25 χρονια του οι γονεις του-αφου υπηρετησε στο Ειρηνοδικειο Αργοστολιου οπου υπεφερε ψυχικα μεχρι ασθενειας- τον εστειλαν στο Παρισι να σπουδασει Νομικα. Ηταν πολυ επιμονο ατομο ο πατερας του ως λεγει ο ιδιος. Στο Παρισι γραφει (Μολις πηρα στα χερια μου τον Κωδικα Durantem, πελωριο τα ματια μου γεμισαν δακρυα, το πνευμα μου εσβησε η ψυχη μου εξεγερθηκε.)
Ικετευσε τον πατερα του. Εκεινος ομως επεμεινε να καταπιει τη μελετη των Νομων σαν ρετσινολαδο. Επειτα απο ενα χρονο σπουδων στο Παρισι και δυο στην Τοσκανη πηρε διπλωμα δικηγορου στην Πιζα. Το 1839 γυρισε στην Κεφαλλονια. ΣΕ ΤΙΠΟΤΕ δεν του χρησιμευσαν οι νομικες σπουδες. Οθειος του Κοντε Δελλαδετσιμας δεν
μπορεσε να του προσφερει τιποτε καλυτερο απο τη θεση του Ειρηνοδικη παρα τη γνωριμια του με τον Αγγλο αρμοστη ΣΤΟΡΞ. Λεγεται οτι ειχε εκδοσει μια αποφαση σε στιχους με ομοιοκαταληξια. Παντως κανεις δεν παραπονεθηκε οπως λεει ο ιδιος. Δικηγορια δεν ασκησε. Ειχε μια αδυναμια στα φωνητικα οργανα. Παντως στο Λονδινο το 1856 ανελαβε δυο-τρεις υποθεσεις της Ελληνικης Πρεσβειας. Ακομη λογω διωγμων πηγε στο Τουνεζι και προσπαθησε να ασκησει δικηγορια. Τα βρηκε ομως μπαστουνια και γυρισε. Αυτη ηταν η ενασχοληση του ΑΝΔΡΕΑ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ με τη Νομικη Επιστημη την οποια μισησε πριν τη σπουδασει. Χαμενος κοπος, χαμενα χρηματα. Φιλοδοξιες ανοητων γονεων.


Παραδειγμα προς αποφυγην,


========================================================================
27 Δεκεμβρίου 2012


Π Ρ Ω Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Α Τ Ι Κ Α  Ο Ν Ε Ι Ρ Α
                             
Ζολιω Λαδα-Βαρβαρεσου


ΑΧ συνταξη μου πενιχρη
παψε να μουρμουριζεις
δεν βλεπεις; σωζεται η πατρις
Εσυ τι μουρμουριζεις;

Λες πως ακους για δις και τρις
και γλυφεσαι με προσμονη
πως κατι μπορει να βρεθει
Πρωτοχρονιας Παραμονη.

Τιθελεις βρε ψοφογατα
τη γουνα σου την εχεις.
Οτι καιρος και να φυσα
το κρυο το αντεχεις.
ΟΝεος Χρονος ερχεται
ολο χαρα κι ελπιδα
οσο για μενα αφου ρωτας
[Εν οιδα οτι ουδεν οιδα]
Εδημοσιευθει στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΩΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ.
Εξαιρετικα αφιερωμενο απο τη < Μαυρη γατα Ζ..>

 ======================================================================

18 Δεκεμβρίου, 2012
Κ Ε Φ Α Λ Λ Ο Ν Ι Α
                                           Ζολιω Λαδα-Βαρβαρεσου

Κεφαλλονια ειμαστε κομματια απ τους βραχους σου
ειμαστε χουφτες απ το χζωμα σου
Ειμαστε το αιμα που κυλαει στις γερικες φλεβες σου.
Οι πικρες μας εχουν την αλμυρα των κυματων σου
κι οι χαρες μας ειναι ριζωμενες στις αναμνησεις.
Κεφαλλονια, η ψυχη μας ξεδιπλωνεται
ηρεμη σαν τις πεδιαδες σου,
κι αλλοτε ταξιδευει φουρτουνιασμενη
πανω στους αφρους των γιαλων σου.
Ειμαστε δυνατοι σαν τα ελατα του Αινου σου
και τρυφεροι σαν τα γιασεμια
που λυποθυμουν τα βραδυα του καλοκαιριου
στις αυλες των σπιτιων σου
Κεφαλλονια, ειμαστε εμεις
που μας ζεστανες
πανω στη μεγαλη καρδια σου,
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ ειμαστε τα παιδια σου.
========================================================================
9 Δεκεμβριου, 2012
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α ........
                                          
Ζολιω Λαδα-Βαρβαρεσου

Πως ξεθωριαζουν ολα γυρω
δενδρα Χριστουγεννιατικα,
βιτρινες που αγωνιουν
να μοιαζουν στολισμενες
Λαμπες σε κηπους με κλαδια ξερα
σε δενδρα πεθαμενα.
Κατι θυμιζουν ολ ' αυτα......
Γερασαμε ψυχη μου...μηπως
κι, ειναι τα ματια μας θαμπα;
Η πολιτεια λυπημενη
δεν εχει ματια να μας δει.
Κι ομως, θαρθουν Χριστουγεννα ψυχη μου
οχι οπως ταχες λαχταρισει.
Ομως θα ζεσταθεις καλη μου
Χριστος γεννιεται και για σενα.
Με χιονια, με σεισμους, η με πολεμους
γεννιεται ο Χριστος.............
========================================================================
1 Οκτωβρίου, 2012

Απόσπασμα από την εφημερίδα “ Ζιζάνιο “ του Γεωργἰου Μολφέτα.   

Κατά το 1901 ζούσαν στο Αργοστόλι, οι πλούσιοι αδελφοί Ιωάννης, Γεράσιμος και Γεώργιος Γκεντιλίνη του Ιακώβου. Οι αδελφοί αυτοί είχαν εις την οδό Σιτεμπόρων ένα μεγάλο σπίτι, στο υπόγειο του οποίου ήτο αποθήκη κρασιών από τα κτήματα που έχουν στην τοποθεσία «Μερσιάς» στο Ληξούρι.
Απέναντι του σπιτιού των αδελφών Γκεντιλίνη κατοικούσε ο Ιωάννης Καμπανός, ο πετεινός του οποίου μπήκε στην αποθήκη των κρασιών μια μέρα και κυνηγούσε μουθίτσες, δηλαδή μικρά ζωύφια γεννώμενα από το κρασί. Χτυπώντας λοιπόν ο πετεινός με το ράμφος του την τάπα ενός βαρελιού γεμάτου, όπου ήσαν μουθίτσες, έβγαλε σιγά – σιγά και το στουπί και χύθηκε το κρασί, (43 σέκκια), έως ότου ανανοηθούν οι Νοικοκυραίοι.  Ο κάτοχος του κρασιού Ιω. Γκεντιλίνης κατήγγειλε τον Αφέντη του κοκόρου Ιωάννην Καμπανόν, ζητώντας αποζημίωσιν.  Η μήνυσις επεδόθη υπό του δικαστικού κλητήρος Ι. Κατεβάτη την 10ην Δεκεμβρίου1901.  Κατά διαβολικήν σύμπτωσιν ενάγων, εναγόμενος, Κλητήρας, Γραφέας, Δικηγόρος και Δικαστής όλοι ελέγοντο Γιάννηδες.
Το αστείον αυτό γεγονός αλλά και η σύμπτωσις αυτή ενέπνευσε τον αθάνατον Σατυρικόν μας να κάμη το παρακάτω αριστουργημστικό ποίημά του.

Ζιζάνιον 204  της 15 Δεκεμβρίου 1901

Του Κοκόρου το μεθύσι,
Που εντύπωση θ’αφήση.
            1.
Κόκκορος αναυλακάτος
Και σιδερομουστακάτος
νειός, ασίκης και βαρβάτος
κι’ από κόμμα Βινιεράτος
σβέρτο κι’ έξυπνο πουλι
έφυγε από την αυλή
που περίφανα εζούσε
και τι κόττες εγλεντούσε
με ιδέα και με σκέψη
ποιο πολύ να μιλορδέψη
ν’ απωλέση και να θύση
και στο τέλος να μεθύση.
2.
Κόκκορος αναυλακάτος
με σοφία και με νού
π’ ωβασίλευε μπεάτος
στην αυλή του Καμπανού
ξάφνου τούρτε στο κεφάλι
κι’ ήθελε με το στανειό
ναν το ρίξη στην κραιπάλη
κι’ ετριγύριζε για Νειό.
Δρόμους έσχιζε κι’ επέρνα
στο μεθύσι να δοθή
μα δεν έβρισκε ταβέρνα
για να συνεννοηθή.
3.
Ανησύχως παρετήρει
δεξιά κι’ αριστερά
ώσπου π’ όνα παρεθύρι
ξαγναντεύει με χαρά.
Φτερουγίζει και πετάει
κι’ από κείθενε σαρτάει
σ’ έν αρχοντικό κατώι
πούτανε βαρέλια σόϊ
κι’ εκλεκτοί ευώδεις οίνοι
οι των brothers Γκεντιλίνη.
4.
Ο ζωηρός ο πετεινός,
καθώς μας είπ’ ο Καμπανός
αυτός που τον ορίζει,
υπερηφάνως προχωρεί
και με τη μύτη το πυρί
τραβά και ξεπυρίζει
κι’ ο κόκκορος μωρές παιδιά
δεν έφτανε να πίνη
στην πρόοδο και στην υγειά
των brothers Γκεντιλίνη.
5.
Το κακό που έκαμε
του Κοκκόρου η μύτη
ο Γιαννάκης τάκουσε
ξάφνου μέσ’ στο σπίτι.
Βγαίνει ξεκαπέλωτος
όξου και ρωτάει
και με μιάς ο Κόκκορας
νάτος που πετάει.
Να που φτερουγίζει
ο αφορεσμένος
νάτος, που ντρεκλίζει
τάπα καμωμένος !!!
6.
Ο Γιαννάκης ο καϋμένος
βλέποντας το γεγονός
ερωτάει θυμωμένος
τίνος ειν’ ο πετεινός,
τίνος ειν’ το κοκκορέλι
που τωρρύπισε – τι φρίκη !
το καλύτερο βαρέλι
πούχε μες στην αποθήκη.
7.
Κι’ αμαξάς ο Μαραβέγιας,
άλλος  Γιάννης ζηλευτός
απαντάει στον ιππότη
«Σιόρ Γιαννάκη, μάθε ότι
του κοκκόρου ο αφέντης
Γιάννης λέγεται κι’ αυτός»
8.
Γιάννης ούν ο ζημιώσας
Γιάννης ο ζημιωθείς
Γιάννης και ο μαρτυρήσας
συναντώνται παρευθύς
και συζήτησις αρχίζει
σκανδαλώδης μες στο φόρο
για τον Κόκκορο εκείνο
πώπιασαν επ’ αυτοφόρω
ξεπυρίζοντα τα θεία
και τα’ αθάνατα κρασιά
των κτημάτων του Μερσιά.
9.
Κόκκορος ομωρφολύρης,
μεθυστής ο κακομοίρης
σε μπελά μεγάλο βάνει
τον Αφέντη του το Γιάννη.
Του κατσάρουνε μια κλήσι,
πως δεν έπρεπε ν’ αφήση,
το κοκκόρι να μεθύση
κι’ αλλουνού κρασί να χύση.
Του κατσάρουνε μια κλήσι
του φτωχού του Καμπανού
και του λένε ν’ αποτίση
τη ζημιά του πετεινού
10.
Κι’ ο Κριτής που θε να κάτση
για να την αποφασίση
τα εξής απάνου κάτου
έχει να  παρατηρήση.
Πως καλείται Ιωάννης
ο Αφέντης του πουλιού
Γιάννης κι’ ο ιδιοκτήτης
του χυθέντος του παληού.
Γιάννη λέν το Μαραβέγια,
π’ ανακάλυψε την πράξη
Γιάννενα και τη  γυναίκα
πώτρεξε να την φωνάξη.
Γιάννη λένε το γραφέα
που την έκαμε την κλήσι
Γιάννης έλαχε κλητήρας
για να την κοινοποιήση
Γιάννης είναι για ριφόρτσο
τόνομα του Δικηγόρου,
που θα βγή για να μιλήση
για τα δίκηα του κοκκόρου.
11.
Τι περίεργο αλήθεια
να συμβή και να συμπέση
όλο Γιάννηδες να τύχουν
μ’ έναν κόκκορο στη μέση !!!

________________________ 

Διατηρήσαμε την ορθογραφία του κειμένου προσαρμόζοντας  αυτό στο μονοτονικό.

======================================================================
Ο Αργοστολιώτης φίλος Σπύρος Πεταλάς, μας έστειλε μερικά από τα ποιήματά του, τα οποία δημοσιεύουμε :

" ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ "

Άνθισε η μηλιά
κι η κορομηλιά
πάνω απ’ το χωριό
πέταξαν πουλιά.
Στη κρυσταλλένια βρύση
στ’ άσπρα μιά κοπελιά
γλυκοκοιτάει το Στάμω
καθώς τραβάει τα ζά.
Τ’ Απρίλη το φιλί το καυτερό
της  παίρνει τη καρδιά στον ουρανό
κι όπως ο νιός μ’ ένα φιλί του τη μεθάει
της πέφτει η στάμνα καταγής και σπάει.
Κοιτάει εδώ, κοιτάει εκεί
μία φορά πάει στη βρύση το σταμνί
κι όπως θωρούν κρυφά το Στάμω τα δυό μάτια της
αναρωτιέται τι τάχα θα γενεί
άμα το μάθει το χωριό και η μάνα της.
                                                                        21/11/1985
Σπύρος Πεταλάς

            ******

" ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ "

Φωτεινό μου Αργοστόλι αγαπημένο
από τη μοίρα της ζωής προορισμένο
να ζεις στους ξανθούς σου γιαλούς
η αυγή που στη γη σ’ έχει φέρει
έρχεται πάντα με τ’ αγέρι
με ροδοπέταλα γλάρους κι αφρούς.
Πίσ’ από το φανάρι το Ληξούρι
σου στέλνει με τα κύματα πνοές
από της νύχτας τ’ άστρα χαιρετίσματα
κι αρώματα από χίλιες λεμονιές.
Και μέσα στου Νησιού τα δεντρολίβανα
που με τ’ αρώματά τους τη καρδιά
παιδάκι που ’μουνα μου παίρνανε
αιώνια θα κρύβεται Αργοστόλι μου
η αγάπη μου η κρυφή για σένανε.
                                                                        24/02/1988
Σπύρος Πεταλάς

            ******

" ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ Η ΝΥΧΤΑ "

Σαν οπτασία αέρινη μέσα στο όνειρο
ηρθες κοντά μου απόψε μιά μοναχά στιγμή
για να βρεθείς μαζί μου
έλαμπες απερίγραπτα γλυκειά
με μιά ουράνια ομορφιά, έτσι ακριβώς
όπως σε είχα φανταστεί για τη ζωή μου.
Κατάματα με κοίταζες με μια προσμονή
κι ένοιωσα μεσ’ στα μάτια σου
να ταξειδεύουνε τ’ αστέρια
να σε κρατήσω όμως δεν εμπόρεσα
μ’ άδειαζε η ζωή τα χέρια.
Κι έτσι απλά
όπως μου ήρθες ξαναέφυγες
ούτε που πρόφτασα καλά-καλά
να σού ’δηνα ένα φιλί
να σού ’λεγα έστω μια καληνύχτα 
μέχρι που το σκοτάδι έφερε την αυγή.
--- Εσένανε σε πήρε τ’ όνειρο
Και μένα του “ονείρου„ η νύχτα --- !
17/12/2010
Σπύρος Πεταλάς

            ******

" ΕΛΛΑΔΑ "

Δάκρυ δροσιάς
πνοή χαράς πάνω από τη γη
όταν τη φωτεινή αυγή
φέρνει ο Θεός στη μέρα
κι ο ουρανός γεμίζει από πουλιά
καθώς τ’ αστέρια σβύνουν πέρα.
Βασιλικά μυρίζουν τα μπαλκόνια
και κάτ’ από τις στέγες των σπιτιών
χτίζουν φωλιές της Παναγιάς τα χελιδόνια.
Έν’ ανοιξιάτικο αγέρι
δίνει στους κήπους πνοή λουλουδιαστής πρωτομαγιάς
και ο Ιούνιος που φέρνει το καλοκαίρι
έρχεται με το φως του ήλιου
κάτω από φύλλα βαθύσκιωτης ελιάς.
Στις βαθυγάλανές του θάλασσες
κυλάνε του Αιγαίου οι μύθοι
και αποκοιμιούνται τα παιδιά
μεσ’ στης γοργόνας το γαλάζιο παραμύθι.
Η λύρα του Απόλλωνα απ’ τις ωδές του Ομήρου
ψέλνει του Οδυσσέα  .. τραγούδια
η πνοή της αυγής που κρατάει στα χέρια της
του Ιόνιου πελάου το φως
γεννιέται από μυρτιάς λουλούδια.
9/02/2012
Σπύρος Πεταλάς 

            ******

" ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ "
Μία σταγόνα μοναχά είμαι κι εγώ
μέσα στον ωκεανό του Απείρου
μιά μοναχά σταλαματιά που κυλάει συνεχώς και αλλάζει μορφές
μεταξύ ζωής και ονείρου.
11/10/2012
Σπύρος Πεταλάς

            ******

" ΜΕΝΕΞΕΔΙ ΑΠΟΒΡΑΔΟ "

Αργά-αργά σκοτεινιάζει
το μενεξεδί του Αττικού Ουρανού
τα φυτά της βεράντας μ’ ένα  χάδι σκεπάζει
στη Πάρνηθα, στο βάθος πέρα
βυθίζεται στην αγκαλιά της η μέρα
κι όπως τα λουλούδια στο απόβραδο μέσα
νοιώθω να με κοιτούν, να μου μιλάνε
εγώ σαν σε όνειρο απ’ τους κήπους τους αλλοτινούς
κάποια παραμύθια που μ’ άγγιξαν θυμάμαι …
17/10/2012
Σπύρος Πεταλάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: